Από την Τούμπα στο Βιετνάμ: Η ιστορία του «Έλληνα Βιετκόνγκ» (pic)

Σε μια ξεχωριστή εκδήλωση τιμήθηκε χθες ο Κώστας Σαραντίδης ή Nguyen Van Lap, όπως ονομάζεται στο Βιετνάμ, ή αλλιώς ο “Έλληνας Βιετκόνγκ” στην κατάμεστη αίθουσα του Πολιτιστικού Συλλόγου Άνω Αμπελοκήπων.

Ο ίδιος, 90 χρονών σήμερα, ντυμένος με τη στολή του αξιωματικού των Λαϊκού Στρατού του Βιετνάμ, με τα πολλά μετάλλια, που έχει κερδίσει, καρφιτσωμένα πάνω της, μοιράστηκε με τον κόσμο τη σαν μυθιστόρημα ζωή του. Στην εκδήλωση προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ «Bιέτ Κώστας. Υπηκοότης: ακαθόριστος» του σκηνοθέτη Γιάννη Τριτσιμπίδα, για τον Έλληνα, που έγινε μύθος στα βουνά του Βιετνάμ, ενώ παρούσα ήταν και η πρέσβης του Βιετνάμ στην Ελλάδα, Tran Thi Ha Phuong. Άλλωστε, στο Βιετνάμ ο Σαραντίδης τιμάται σαν εθνικός ήρωας. Γεννημένος στην Κάτω Τούμπα, από γονείς πρόσφυγες, το 1927, ο Κώστας Σαραντίδης εγκατέλειψε το σχολείο στην τετάρτη δημοτικού, γιατί δεν ήθελε να πάει στη νεολαία του Μεταξά.

 

Στην Κατοχή, οι Γερμανοί τον επιστράτευσαν στα Τάγματα Εργασίας και ξεκίνησε αναγκαστική πορεία, με τα πόδια, μαζί με εκατοντάδες άλλους, για την Κεντρική Ευρώπη. Στο δρόμο κατάφερε να αποδράσει με έναν φίλο του Γιουγκοσλάβο. Για έναν χρόνο κρύβονταν στην Ευρώπη πάνω στα τρένα, έχοντας κλέψει δυο στολές Γερμανών. Με τη λήξη του πολέμου φτάνει στην Ιταλία και θέλει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Οι αρχές του το απαγορεύουν, γιατί, όπως του λένε, έχει ξεκινήσει ο Εμφύλιος.

Σύμφωνα με το ΑΠΕ, κατατάσσεται στη Λεγεώνα των Ξένων, 17 χρονών, όπου, τελικά, κάθεται μόνο δυο τρεις μήνες. “Μας έταξαν ζωή χαρισάμενη, μικροί εμείς, τι ξέραμε, πήγαμε. Δεν είχαμε ιδέα τι με περίμενε”, διηγείται ο κ. Σαραντίδης. Αλλά βλέποντας στην Αλγερία, όπου τους πήγαν για εκπαίδευση, πώς συμπεριφέρονταν οι λεγεωνάριοι στους ντόπιους, κατάλαβε, “ότι κάτι δεν πήγαινε καλά”.

Λίγο μετά, ταξιδεύει με τη Λεγεώνα με το καράβι στο Βιετνάμ. “Εκεί είδα τους λεγεωνάριους να φέρονται, όπως οι Γερμανοί κατακτητές πίσω στη Θεσσαλονίκη”. Τότε αποφάσισε να φύγει, κατάφερε να το σκάσει με έναν Ισπανό και πέρασε στις γραμμές του Απελευθερωτικού Μετώπου των Βιετμίνχ. “Με εμπιστεύτηκαν από την πρώτη στιγμή, μια εμπιστοσύνη, που δεν την περίμενα. Αυτό με έκανε να αισθάνομαι περήφανος και να τους αγαπήσω. Ένιωθα ελεύθερος και ήμουν ελεύθερος”, θυμάται. Πολέμησε με τους αντάρτες 12 χρόνια. Το 1948, ήταν ο πρώτος που έριξε γαλλικό αεροπλάνο. Οι Γάλλοι αποχώρησαν, μετά από βαριά ήττα, οριστικά από το Βιετνάμ. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος με τους Αμερικανούς, πήγε να καταταχτεί. Είχε ήδη τρία παιδιά. Του είπαν: “Το καθήκον σου το έκανες, τώρα, αν θες να βοηθήσεις, θα βοηθήσεις με τη δουλειά σου“. Έτσι, μετά από το οχτάωρο στο αεροδρόμιο ως υπεύθυνος προμηθειών κάθε μέρα, εργαζόταν άλλες τέσσερις ώρες, για την ενίσχυση των Βιετκόγκ στο Νότιο Βιετνάμ. Παντρεύτηκε, Βιετναμέζα, έκαναν παιδιά και το 1965, μετά από 20 χρόνια ζωής στο Βιετνάμ, γύρισαν στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη, για χάρη της μητέρας του, που δεν τον είχε δει από την Κατοχή. Σήμερα ζει με τη γυναίκα, τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά του στην Πετρούπολη. Κάθε χρόνο πηγαίνει μια ή δυο φορές στο Βιετνάμ, έχει άλλωστε και τη βιετναμέζικη υπηκοότητα. Συνεχίζει, μέχρι σήμερα, να βοηθά ενεργά, και ασχολείται ιδιαίτερα με τα παιδιά-θύματα των βομβαρδισμών με διοξίνη.

“Μου κάνατε μεγάλη τιμή, που με καλέσατε. Εγώ δε μένω στην περιοχή σας, υπάγομαι στην Πετρούπολη. Συγκινήθηκα, που ήρθα στους Αμπελοκήπους”, θα πει με τη σεμνότητα και την ανθρωπιά, που μόνο όσοι έχουν εκτιμήσει τη ζωή, έχουν. “Ο πόλεμος του Βιετνάμ θα μπορούσε να κρατήσει άλλα τόσα χρόνια, διότι ήταν λαϊκός πόλεμος. Πού διαφέρει ο λαϊκός πόλεμος από τους άλλους πολέμους; Δεν έστελναν το στρατό να σφυροκοπά ακατάπαυστα. Το Βιετνάμ ήταν διαιρεμένο σε αυτοδιοίκητες στρατιωτικές ζώνες και κάθε στρατηγός δεν έστελνε όλες τις διμοιρίες μαζί στον πόλεμο. Μόνο τρία τάγματα ήταν στη μάχη, τα άλλα ξεκουράζονταν. Αυτοί που ξεκουράζονταν, παρήγαγαν. Εγώ δούλευα, είχαμε κτήματα και ασχολούμασταν με την κτηνοτροφία. Ταυτόχρονα με την εργασία, είχαμε τη μόρφωση και την πολιτική καθοδήγηση. Όταν επέστρεφε η κουρασμένη μονάδα, εμείς ήμασταν ξεκούραστοι και έτοιμοι να πάμε στη μάχη. Από εκεί και πέρα, στον πόλεμο πυροβολείς και δεν ξέρεις πού καταλήγει η σφαίρα. Στον πόλεμο σκοτώνεις, για να μην σκοτωθείς”, εξιστορεί ο κ. Σαραντίδης στην ταινία. Όμως, συμπληρώνει, “δε μετάνιωσα για τίποτα, γιατί ήταν ένας δίκαιος αγώνας. Πέρασα μέσα από το βούρκο, αλλά δε λερώθηκα. Είχα πει, πως όπου και να πάω, θα κρατήσω τα χέρια μου καθαρά, δεν θα φτύνουν πάνω στον τάφο μου”.