38 χρόνια από το έγκλημα της καθιέρωσης του μονοτονικού

Στις 11 Ιανουαρίου του 1982 η Βουλή συνεδριάζει με αντικείμενο τη συζήτηση του νομοσχεδίου για την κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων από τα Γυμνάσια στα Λύκεια. Με την έναρξη της συζήτησης, ο υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Λευτέρης Βερυβάκης ζητάει το λόγο και ανακοινώνει ότι η κυβέρνηση εισάγει στο νομοσχέδιο τροπολογία για την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος.

«Κύριε πρόεδρε, ήθελα με την έναρξη της συζητήσεως να θέσω μια τροπολογία την οποία η κυβέρνηση εισηγείται προς τη Βουλή, την επιψήφιση του μονοτονικού και να ζητήσω από τη Βουλή να την ενσωματώσει ως άρθρο 2 στο συζητούμενο νομοσχέδιο για να μπορέσει αμέσως με την επιψήφιση του άρθρου να τεθεί σε εφαρμογή και να παρθούν εκείνα τα προπαρασκευαστικά μέτρα που θα επιτρέψουν την εισαγωγή του μονοτονικού στην Εκπαίδευση και στη Διοίκηση», δηλώνει ο υπουργός Παιδείας Λευτέρης Βερυβάκης.

Η ανακοίνωση προκαλεί την άμεση αντίδραση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Ευάγγελου Αβέρωφ που παίρνει το λόγο και αναφέρει: «Δεν αντιτιθέμεθα κατ΄αρχήν, αλλά δεν νομίζουμε ότι τέτοιες μεταρρυθμίσεις μπορούν να γίνουν χωρίς μια ειδική μελέτη. Ότι χρειάζεται μια ειδική μελέτη για το μονοτονικό είναι προφανές, διότι ναι μεν είναι μια απλούστευση η οποία θα είναι χρήσιμη στις νέες γενεές αλλά δεν μπορούμε να πάμε σε απόλυτα σχήματα. Φέρνω αμέσως ένα παράδειγμα: το “που”, το οποίο είναι καθιερωμένο έχει πολλές έννοιες. Υποθέτω, ότι κατόπιν μιας μελέτης θα ευρεθεί ο τρόπος να απλουστευθεί μεν το σύστημα, αλλά να είναι δηλωτικό το “που” τι θέλει να πει. Το “που” σήμερα στη δημοτική είναι ή ερωτηματικό ή δηλωτικό τόπου. Το “που” αντικαθιστά το οποίον. Δεν είναι δυνατόν, λοιπόν, να πούμε χωρίς κάποια μελέτη, ότι καθιερώνουμε το μονοτονικό χωρίς να κάνουμε κάποιες μικρές διακρίσεις. Οι απλουστεύσεις είναι χρήσιμες, αλλά πολλές φορές καταλήγουν σε αλλοίωση της γλώσσας κατά τρόπο επικίνδυνο. Το διαζευτικό “ή” δεν μπορεί να έχει τον τόνο, τον οποίο βάζουμε τώρα του μονοτονικού. Πρέπει κάποια διάκριση να γίνει, όταν είναι διαζευκτικό ή όταν είναι άρθρο. Θα προτείνω, λοιπόν, και παρακαλώ τον κ. υπουργό να γίνει μια πληρέστερη μελέτη και να μην προχειρολογούμε για να μη μπερδεύουμε τη γλώσσα, αντί να την απλουστεύουμε και να την καλυτερεύουμε».

«Ζητάμε από όλη ανεξαιρέτως τη Βουλή, μια και που ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως κατ΄αρχήν τάχθηκε υπέρ της καθιέρωσης του μονοτονικού, να ψηφίσει με ενθουσιασμό αυτή τη μεταβολή για να επιτρέψει στην ελληνική γλώσσα, στην ελληνική παιδεία και στη διοίκηση να προχωρήσει σε μια ουσιαστικότερη αναδόμηση, χωρίς τυπικά παρέμβλητα από τους χρόνους, που δεν έχουν καμία σχέση με την ουσία της γνώσης της γλώσσας και την ουσία της ελληνικής παράδοσης», δήλωσε ο υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Λευτέρης Βερυβάκης.

Η Επιτροπή

Αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, το 1981, και σε υλοποίηση της εξαγγελίας του, μια από τις πρώτες πράξεις του υπουργού Παιδείας ήταν η απόφαση για την εισαγωγή του μονοτονικού συστήματος στην εκπαίδευση. Με την απόφαση αυτή δημιουργήθηκε επιτροπή με σκοπό να μελετήσει και να εισηγηθεί την καθιέρωση του μονοτονικού σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, τον τρόπο και το χρόνο εφαρμογής του, τις αλλαγές που θα έπρεπε να γίνουν. Την επιτροπή αποτελούσαν οι Εμμανουήλ Κριαράς, Φάνης Κακριδής, Χρίστος Τσολάκης, Βασίλειος Φόρης, Δημήτρης Τομπαϊδης, Αριστείδης Βουγιούκας, Χρίστος Μιχαλές, Απόστολος Κοτλίτσας, Αλόη Σιδέρη.

Στην εισηγητική έκθεση της διάταξης για την καθιέρωση του μονοτονικού που κατέθεσε στη Βουλή η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, γινόταν αναφορά στις ενέργειες υπέρ αλλά και κατά του μονοτονικού.

Στην έκθεση γίνεται μνεία στο 1931, όταν έπειτα από διάβημα της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, με υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Παπανδρέου, η Ακαδημία Αθηνών συγκρότησε Επιτροπή (από τους Δ. Αιγινήτη, Κ. Άμαντο, Ι. Καλιτσουνάκη, Γ. Αναγνωστόπουλο και Αχ. Τζάρτζανο) που μελέτησε το θέμα και πρότεινε (με μειοψηφία του Ι. Καλιτσουνάκη) την αντικατάσταση της οξείας, της βαρείας και της περισπωμένης με μια στιγμή και την κατάργηση της ψιλής. Γινόταν επίσης αναφορά στην εισήγηση του Μανώλη Τριανταφυλλίδη για την κατάργηση των πνευμάτων και την αντικατάσταση των τριών τόνων με έναν, που να σημειώνεται στις λέξεις που να έχουν περισσότερες από μια συλλαβές.

Αναφορά γινόταν και στην εισήγηση που είχαν κάνει το 1939, τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής της Νεοελληνικής Γραμματικής (Μ. Τριανταφυλλίδης, Κ. Καρθαίος, Θρ. Σταύρου, Αχ. Τζάρτζανος) προς τον Ιωάννη Μεταξά για την απλοποίηση του τονικού συστήματος, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε οι τρεις τόνοι να περιοριστούν σε ένα τονικό σημάδι και τα πνεύματα να μην σημειώνονται καθόλου.

Σφοδρές αντιδράσεις

Αμέσως μετά από αυτή την αιφνίδια, βίαιη αλλαγή, αρκετοί μορφωμένοι Έλληνες -κάποιοι από αυτούς με το αγιάτρευτο «σύνδρομο του προοδευτισμού»…- εκοιμήθηκαν, καθώς θα έλεγε ο Λαός μας, πολυτονιστές και την επόμενη κιόλας ημέρα, χωρίς να αναρωτηθούν ή να ρωτήσουν τί και πώς, εξύπνησαν μονοτονιστές. Αιφνίδια, τα χαράματα της 11ης προς την 12η Ιανουαρίου 1982, μετά από μια ολόκληρη ζωή, κατάλαβαν τί δεν ήταν γράφοντας επί τόσες πριν δεκαετίες. Κι από τότε, υποστηριχτές των 30 βουλευτών που νυσταγμένοι εψήφισαν το μονοτονικό, δεν έπαψαν να το εφαρμόζουν και να το κηρύττουν, τονίζοντας τα οικονομικά, χρονικά και μορφωτικά του οφέλη. Ρωτούμε: Ποια αρχαία γλώσσα, φυσιολογικά και αβίαστα εξελισσόμενη μέσα στους αιώνες, εφάρμοσε εκπτώσεις στις αξιώσεις ιστορικής μνήμης και ακρίβειας, υποκύπτοντας σε μη γλωσσικά, δηλαδή δικά της, αυτόνομα και όχι εμπορευματολογικά κριτήρια; Τότε, αν τέτοια κριτήρια ισχύσουν, η γλώσσα μας, χαροποιώντας τους οκνηρούς, ημιμαθείς, καθώς και τις πολυε­θνικές των ηλεκτρονικών υπολογιστών, έπρεπε να εφαρμόσει το λατινικό αλφάβητο -οπότε πολλά τα οικονομικά και άλλα υλικά οφέλη… Και όμως, όλες οι γλώσσες με μακρό παρελθόν -και όχι τόσο μακρό όσο η ελληνική- είναι δύσκολες, απαιτητικές, πυκνές σε μνήμη σημειολογική, και αρνούνται να υποταγούν σε κριτήρια χρησιμοθηρικά. Μετά από συζητήσεις 100 και πλέον ετών, η γαλλική γλώσσα πέρυσι δέχτηκε κάποιες δειλές αλλαγές -στην πραγματικότητα: εναρμονίσεις- μετά από μηνών δημόσιες συζητήσεις, αλλά κι αυτές τις πενιχρές, δικαιολογημένες λογικά αλλαγές, τελικά τις απέκρου­σε η Γαλλική Ακαδημία -νόμιμος φρουρός της γλώσσας του Λαού. Και εκείνοι δεν έχουν το βαρύ, ιερό χρέος να προασπίσουν, καθώς εμείς, που είμαστε και οι μόνοι, τα αρχαία μας Κείμενα, που χωρίς τόνους και πνεύματα δεν νοούνται. Και είναι γνωστή η νικηφόρα αντίσταση των Ισπανών στην ιταμή αξίωση των πολυεθνικών εταιριών για να καταργήσουν το ψηφίο η~.

Με τον αιφνίδιο, αντισυνταγματικό τρόπο που επιβλήθηκε μεταμεσονύχτια το μονοτονικό, κανείς δεν θέλησε να συνειδητοποιήσει, ούτε ο απληρο­φόρητος Υπουργός τότε Παιδείας, πώς δημιουργήθηκε με τη συνεργεία 30 βουλευτών, της πενιχρότερης που γίνεται μειοψηφίας της Βουλής των Ελλήνων, ένας νέος γλωσσικός διχασμός του Λαού μας. Τότε δημοσιεύτηκε και η ακόλουθη Διακήρυξη Ελλήνων Συγγραφέων: «Πιστεύαμε πως η πράξη της Πολιτείας με την οποία, πριν λίγα χρόνια, αναγνώρισε την δημοτική ως την μοναδι­κή γλώσσα του Έθνους μας σήμερα, θα λύτρωνε τον λαό μας από την μάστιγα ενός, πολιτικοποιημένου μάλιστα γλωσσικού ζητήματος και θα ήταν η απαρχή μιας βαθύτερης μελέτης και γνώσης της γλώσσας, μιας συνειδητότερης χρήσης και γραφής των λέξεών της. Αντί γι’ αυτό, με λύπη μας είδαμε να δημιουργείται τε­χνητά, αμέσως, ένα νεόμορφο γλωσσικό πρόβλημα, το πρό­βλημα του τονισμού των λέξεων στον γραπτό λόγο και, μαζί μ’ αυτό, να συζητείται κιόλας το θέμα της γραφής των λέξε­ων από μερικούς, δηλαδή η πλήρης εξάρθρωση της ελλη­νικής γλώσσας. Κι εκείνοι που δημιούργησαν το πρόβλημα αυτό, φρόντισαν να το πολιτικοποιήσουν, χωρίς ν’ αντιλαμ­βάνονται ότι, αναθέτοντας στην Πολιτεία πάλι την λύση του, ανελάμβαναν απέναντι στο Έθνος βαρύτατη ευθύνη. Κι έτσι έχουμε νέα γλωσσική εμπλοκή στην Ελλάδα. Επειδή όμως:

1. Οι λέξεις, όπως μας τις παρέδωσαν οι πατέρες του Δημοτικισμού, γράφονται έτσι επί 2000 τώρα χρόνια, έχο­ντας κρυσταλλώσει παράδοση αξιοσέβαστη, ακόμη κι από τους ξένους·

2. το πώς θα γράφονται οι λέξεις είναι πάντοτε αρμοδιό­τητα αποκλειστική των συγγραφέων ενός τόπου και ποτέ άλλων παραγόντων της ζωής·

3. το κύριο χρέος μας σήμερα είναι να μάθουν να μιλούν και να γράφουν οι Έλληνες σωστά την παραδομένη δημοτι­κή·

4. οι απλοποιήσεις της γλώσσας μας τα τελευταία χρόνια περιόρισαν στο ελάχιστο τις δυσκολίες τονισμού των λέξε­ών της,

διακηρύσσουμε ότι:

δεν δεχόμαστε οποιαδήποτε αλλαγή στην γραφή των λέ­ξεων της γλώσσας μας και θα συνεχίσουμε να γράφουμε και να τυπώνουμε τα βιβλία μας με σέβας προς την ζωντα­νή γλωσσική παράδοση και την πλήρη μορφή των λέξεων, όπως μας δίδαξαν οι πατέρες του Δημοτικισμού και οι με­γάλοι Νεοέλληνες συγγραφείς.

Οι συγγραφείς: Νίκος Αθανασιάδης, Τάσος Αθανασιάδης, Έφη Αιλια­νού, Ορέστης Αλεξάκης, Κώστας Ασημακόπουλος. Τάκης Βαρβιτσιώτης, Όλγα Βότση, Νικηφόρος Βρεττάκος, Πέ­τρος Γλέζος, Μαργαρίτα Δαλμάτη, Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου, Λιλή Ζωγράφου, Νανά Ησαΐα, Ιουλία Ιατρίδη, Πάνος Καραβιάς, Αντρέας Καραντώνης, Ζωή Καρέλλη, Γρηγ. Κασιμάτης, Τάσος Κορφής, Γιωργής Κότσιρας, Β. Κωνσταντίνος, Χριστόφορος Λιοντάκης, Ν.Κ. Λούρος, Χρήστος Μαλεβίτσης, Γ. Μανουσάκης, Μελισσάνθη, Ε.Ν. Μόσχος, Δημήτρης Μυράτ, Έλλη Νεζερίτη, Θεόδ. Ξύδης, Θ. Παπαθανασόπουλος, Δημ. Παπακωνσταντίνου, Λένα Παππά, Π. Β. Πάσχος. Γ. Πατριαρχέας, Ν. Γ. Πεντζίκης, Ε.Ν. Πλάτης, Αλέξης Σολομός, Τατιάνα Σταύρου, Γεωρ­γία Ταρσούλη, Φώφη Τρέζου, Ιωάννου Τσάτσου, Κώ­στας Ε. Τσιρόπουλος, Θ.Δ. Φραγκόπουλος, Νίκος Φωκάς, Παναγιώτης Φωτέας, Ερρίκος Χατζηανέστης, Ντίνος Χριστιανόπουλος».

Το Μανιφέστο αυτό, που προκάλεσε οργή, ύβρεις και συκοφαντήσεις-λιβελλογραφήματα των οψίμων μονοτονιστών, ακολούθησαν πλήθος γνώμες εξεχόντων ανθρώπων του πνευματικού μας πολιτισμού -και μόνο αυτά θα αναχαίτιζαν μιαν ευαίσθητη, με εθνική συνείδηση Κυβέρνηση και θα την έφερναν σε αυτο-επίγνωση, ώστε τουλάχιστο να θέσει σε ευρύτατη, λαϊκή συζήτηση το θέμα και να μην επιμείνει στην αυταρχική επιβολή του μονοτονικού.

Ο Οδυσσέας Ελύτης εδήλωσε:

«Εγώ είμαι υπέρ του παλαιού συστήματος, εναντίον του μονοτονικού και υπέρ της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών. Είναι η βάση για να ξέ­ρεις την ετυμολογία των λέξεων. Η σημερινή κακοποίηση της γλώσσας με ενοχλεί και αισθητικά. Θέλω να δω γραμμένο “καφενείον” κι ας μην το προ­φέρουμε το «ν». Τώρα, όλες οι λέξεις έχουν μια τρύπα».

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος υπογράμμισε:

«Υπερτιμήθηκε η άποψη ότι διευκολύνει τους μαθητές, κάτι που, ίσως, είναι αντιπαιδαγωγικό. Υπάρχει, άλλωστε και μια παράδοση που εκφράζει την άποψη μεγάλων παιδαγωγών, οι οποίοι επιμένουν ότι το παιδί πρέπει να κοπιάζει για να γίνει άνθρωπος ικανός, ώστε στη ζωή του ν’ αντιμετωπίσει όλες τις αντιξοότητες. Υποστηρίχτηκε, επίσης, υπέρ του μονοτονικού και η άποψη ότι διευκολύνονται οι τυπογράφοι και οι στοιχειοθέτες, γενικά, και ότι οι εκδόσεις, πάλι γενικά, γίνονται οικονομικότερες. Παραγνωρίστηκαν, όμως, οι λόγοι που επέβαλαν στους “Αλεξανδρινούς χρόνους την καθιέρωση των τόνων, οι οποίοι ισχύουν και σήμερα. Πολλές φορές, τα γραπτά μου δεν διαβάζονται σωστά όταν τυπώνονται στο μονοτονικό. Ας ελπίσουμε ότι θα επανεξεταστεί μελλοντικά το θέμα κι ότι θα επι­κρατήσουν σωφρονέστερες απόψεις».

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης ετόνισε:

«Τώρα για το μονοτονικό. Αν δεν θέλετε κύριοι του Υπουργείου να κάνετε φωνητική ορθογραφία, τότε πρέπει ν’ αφήσετε τους τόνους και τα πνεύματα, γιατί αυτοί που τους βάλανε, ξέρανε τι κάνανε. Δεν υπήρχαν στα αρχαία ελληνικά, γιατί απλούστατα υπήρχαν μέσα στις ίδιες τις λέξεις. Αυτοί, οι Κριαράς και οι άλλοι (…) που έκαναν αυτές τις μεταρρυθμίσεις -αυτό παρακαλώ να γραφτεί στις εφημερίδες- δεν ξέρουν τι είναι γλώσσα. Δεν ξέρουν αυτό που γνώριζε η κόρη μου στα τρία της χρόνια. Μάθαινε μία λέξη και μετά έψαχνε για τις συγγενείς της. Αυτό είναι μια γλώσσα. Ένα μάγμα, ένα πλέγμα, όπου οι λέξεις παράγονται οι μεν από τις δε, όπου οι σημασίες γλιστράνε από τη μια στην άλλη, είναι μια οργανική ενότητα από την οποία δεν μπορείς να βγάλεις και να κολλήσεις πράγματα, δυνάμει μιας ψευτοκυβέρνησης, καθισμένος σ’ ένα γραφείο στο υπουργείο Παιδείας. Η κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων είναι η κατάργηση της ορθογραφίας, που είναι τελικά η καταστροφή της συνέχειας. Ήδη τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, γιατί αυτοί είναι γεμάτοι από τον πλούτο των αρχαίων ελληνικών. Δηλαδή πάμε να καταστρέψουμε ό,τι κτίσαμε πριν λίγα χρόνια; Αυτή είναι η δραματική μοίρα του σύγχρο­νου ελληνισμού».

Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, pronews.gr