Παναγιώτης Ποταγός, ο σύγχρονος Αργοναύτης της Ασίας και της Αφρικής που ανέτρεψε τον Μάρκο Πόλο.
Από τον Νικ. Μανδ.
Όταν ένας γιατρός από τη Βυτίνα προσκλήθηκε στις Βρυξέλλες από τον βασιλιά του Βελγίου και πρόεδρο της Παγκόσμιας Γεωγραφικής Εταιρίας για να υπογράψει στη Χρυσή Βίβλο των Εξερευνητών, τη μεγαλύτερη διάκριση που μπορούσε να λάβει ένας εξερευνητής, το ελληνικό κράτος και πάλι δεν συγκινήθηκε.
Ο Λεοπόλδος Β’ τίμησε κι αυτός με τη σειρά του τον παραγνωρισμένο στον τόπο του Παναγιώτη Ποταγό, αν και εκείνος δεν θα άφηνε τους πολιτικάντηδες να του στερήσουν την παροιμιώδη φιλοπατρία του. Όταν του παρουσιάζουν τη Βίβλο των Εξερευνητών και είναι έτοιμος να περάσει στην Ιστορία απαθανατίζοντας το όνομά του στους αιώνες, εκείνος αρκείται να χαράξει δυο λέξεις.
«Εις Έλλην», υπογράφει, αφήνοντας έτσι το όνομά του υποσημείωση στην ιστορία των μεγάλων ανακαλύψεων. Κληροδότησε όμως στην αγαπημένη του πατρίδα, την Ελλάδα, την ύψιστη τιμή, καθώς κανείς άλλος Έλληνας δεν θα έμπαινε ποτέ στη Χρυσή Βίβλο των Εξερευνητών!
Ο Ποταγός το παραδεχόταν εξάλλου χωρίς περιστροφές: «Διακινδύνευσα τη ζωή μου για την τιμή της χώρας μου, που δεν πρέπει να αντιπροσωπεύεται μόνο από το έδαφός μας και τα ένδοξα ερείπιά μας, αλλά από εμάς τους ίδιους στην προσπάθειά μας να γίνουμε αντάξιοι των προγόνων μας».
Πώς βρέθηκε όμως ένας Έλληνας από την Αρκαδία στη μεγάλη εξερευνητική περιπέτεια του 19ου αιώνα, ως κάτι εντελώς μοναδικό και παράδοξο για την ιστορία του τόπου μας; Ήταν μάλλον η εντελώς ιδιαίτερη προσωπικότητα και η ιδιόμορφη ιδιοσυγκρασία του Ποταγού που τον έκαναν να αψηφήσει τη ζωή του για να αφήσει τη σφραγίδα του στις ριψοκίνδυνες περιηγήσεις της εποχής του, βάζοντας από το παράθυρο την Ελλάδα στον χάρτη των χωρών που πήραν μέρος στις μεγάλες εξερευνήσεις του 19ου αιώνα.
Μια Ελλάδα που δεν φάνηκε ποτέ να συγκινείται από τους άθλους του Αρκάδα γιατρού, στεκόμενη συχνά εμπόδιο στον περιπετειώδη δρόμο του. Ό,τι έκανε εξάλλου, το έκανε πάντα με δικά του έξοδα και παρά τους επαίνους και τις τιμές από την Ευρώπη, το ελληνικό κράτος κώφευε πάντα στον μεγάλο πολίτη του.
Παρά το γεγονός ότι ήταν ο σημαντικότερος – αν όχι ο μόνος – Έλληνας περιηγητής των νεότερων χρόνων και ο μόνος αναμφίβολα που δικαιούταν τον χαρακτηρισμό του εξερευνητή. Τα ταξίδια που πραγματοποίησε στην Κεντρική Ασία και τα κεντρο-ανατολικά της Αφρικής κατά τη δεκαπενταετία 1868-1883 τον έβαλαν στο κάδρο των σημαντικότερων περιηγητών του αιώνα του και προμήθευσαν το υλικό για τον πρώτο (και μοναδικό τελικά) τόμο των 700 σελίδων «Περιηγήσεών» του, που εξέδωσε με μεγάλες περιπέτειες και την πολιτεία απέναντί του το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1883, για να ακολουθήσει δύο χρόνια αργότερα και η γαλλική έκδοσή του στο Παρίσι.
Στην πρώτη του περιήγηση στην Ασία, ο Ποταγός ξεκίνησε από τη Συρία και αφού πέρασε από το Ιράκ, την Περσία και το Αφγανιστάν, διέσχισε τους ορεινούς όγκους του Ινδικού Καυκάσου και του Παμίρ και συνέχισε μέσα στην έρημο Γκόμπι, τη Βόρεια Κίνα και τη Μογγολία για να καταλήξει τελικά στην Ανατολική Σιβηρία! Αφού όργωσε την ασιατική ήπειρο, κατάφτασε στην Αγία Πετρούπολη και από εκεί στην Οδησσό και την Κωνσταντινούπολη.
Στο δεύτερο ταξίδι του, ξεκίνησε από το Σουέζ της Αιγύπτου και αφού περιηγήθηκε στις βορειοδυτικές περιοχές της Ινδίας, τα νότια της Περσίας και το Αφγανιστάν, επέστρεψε στο Κάιρο για να επιδοθεί στην τρίτη του εξερευνητική αποστολή. Από το Κάιρο κατευθύνθηκε νότια αυτή τη φορά και περνώντας από το Σουδάν έφτασε στην Κεντρική Αφρική, μέχρι τις βόρειες περιοχές του Κονγκό, προχωρώντας ακόμα πιο πέρα και από τον σπουδαίο Γερμανό εξερευνητή Σβάινφουρτ.
Τα αδιανόητα για την εποχή ταξίδια του Ποταγού τον έκαναν τελικά αστέρι του γεωγραφικού κόσμου, εκτός Ελλάδας πάντοτε. «Νέο Μάρκο Πόλο», τον αποκαλεί ο σπουδαίος Φώτης Κόντογλου στο βιβλίο του «Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι», περιγράφοντάς τον κάπως έτσι:
«Ὁ Παναγιώτης Ποταγὸς (1827-1903) τὰ ἔβαλε μὲ τὴν Παγκόσμια Γεωγραφικὴ Ἑταιρεία ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Ἀγγλικὴ Γεωγραφικὴ Ἑταιρεία γιὰ τὶς ἀνακρίβειες ποὺ ἔγραφαν. Δὲν δίστασε νὰ καταγγείλει τὸν Μᾶρκο Πόλο γιὰ ἀνακρίβειες καὶ ψεύδη ποὺ εἶχε γράψει γιὰ τὰ ταξίδια του. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ λόγος τῆς μεγάλης του ἀντιπαράθεσης μὲ τὴν Γεωγραφικὴ Ἑταιρεία τῆς Μεγάλης Βρετανίας. Ἡ Γαλλικὴ Γεωγραφικὴ Ἑταιρεία δέχτηκε τὶς θέσεις του καὶ τὸ ὄνομά του τοποθετήθηκε δίπλα σὲ αὐτὰ τῶν Λίβιγκστων καὶ Στάνλεη. Τελείωσε τὸ μεγάλο του ταξίδι πηγαίνοντας στὸ Σινᾶ γιὰ νὰ περιεργαστεῖ τὸ δρομολόγιο τοῦ Μωυσῆ, βαστώντας στὸ χέρι ὄχι πιὰ κανέναν ἀρχαῖο Ἕλληνα, μὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καταστάλαξε στὰ Ἄδανα καὶ γύρισε στὴν Ἀθήνα στὶς 14 Φεβρουαρίου 1873. Στὴν Ἀθήνα δὲν κατάφερε νὰ γίνει διευθυντὴς στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γράψει μὲ τὴν ἡσυχία του γιὰ τὰ ταξίδια του. Κατέληξε στὴν Κέρκυρα».
Πόσο ιδιαίτερη περίπτωση πατριώτη ήταν όμως ο Ποταγός, ο οποίος ήθελε να δοξάσει την Ελλάδα σε έναν τομέα που δεν είχαν καν ακούσει το όνομά της, το πρώτο κίνητρο όπως μας λέει για τα ταξίδια του, και ταυτοχρόνως παραθέτει ως δεύτερο κίνητρο την ανάγκη φυγής από μια ελληνική πολιτική πραγματικότητα που τον απογοήτευε βαθιά. Οι κατοπινές του μάχες με την κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη και τον ίδιο προσωπικά θα δικαίωναν την απέχθεια που ένιωθε ο Ποταγός για τα πολιτικά τζάκια που κυβερνούσαν την Ελλάδα.
Η αδιαφορία – και συχνά εχθρότητα – εκ μέρους των ελληνικών αρχών μπορεί να ερμηνευτεί τόσο από την έντονα αντικυβερνητική στάση του Ποταγού όσο και από το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος λειτουργούσε περίπου ως βρετανικό προτεκτοράτο και οι Βρετανοί εχθρεύονταν θανάσιμα τον Ποταγό για τις αντι-αποικιοκρατικές του θέσεις.
Κι έτσι πέρασε άγνωστος στη νεοελληνική ιστορία ένας άνθρωπος που δόξασε τον τόπο του και έκανε ό,τι έκανε για τη γαλανόλευκη…
Πρώτα χρόνια
Ο Παναγιώτης Ποταγός γεννιέται το 1839 στη Βυτίνα της Αρκαδίας, όπου ορφάνεψε από πατέρα σε ηλικία μόλις έξι μηνών. Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε σύντομα και η νέα οικογένεια ζούσε τώρα με τα οχτώ της παιδιά στη Στεμνίτσα. Ο Παναγιώτης φοίτησε στο φημισμένο σχολείο της Βυτίνας, όπου έθεσε τις βάσεις για την πλατιά και ευρύτατη μόρφωσή του. Όπως μας λέει μάλιστα και ο ίδιος, ήταν στην πατρική βιβλιοθήκη που ήρθε σε επαφή με το πνεύμα, καθώς έπεσαν στα χέρια του από μικρός τόσο μια «Μαθηματική Γεωγραφία» όσο και πλήθος αρχαίων συγγραφέων και νεότερων φιλοσόφων.
Η αγάπη του για τη γεωγραφία και τις περιηγήσεις (Σημ. αποστ. «δεν είναι ο μόνος») είχε ενδεχομένως τις ρίζες της στα βιβλία αυτά της παιδικής του ηλικίας και ειδικά στους αρχαίους γεωγράφους και ιστορικούς συγγραφείς που τόσο καλά φαίνεται να γνωρίζει. Τελειώνοντας το σχολείο, έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου αναγορεύεται διδάκτωρ ιατρικής.
Με υποτροφία από τον Μαυροκορδάτειο Διαγωνισμό, αναχωρεί κατόπιν για το Παρίσι θέλοντας να εμβαθύνει τις επιστημονικές του γνώσεις. Στη γαλλική πρωτεύουσα θα γίνει πρώτη φορά γνωστός, κατά τη διάρκεια της πανδημίας χολέρας που εκδηλώθηκε στο Παρίσι. Ο νεαρός έλληνας γιατρός διακρίνεται για την αλτρουιστική του δράση στη μεγάλη αρρώστια, αποσπώντας όχι μόνο την εκτίμηση και τον σεβασμό των γάλλων συναδέλφων του αλλά και τιμές της γαλλικής κυβέρνησης.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1866, άσκησε για ένα χρόνο το λειτούργημα του γιατρού στο χωριό του, τη Στεμνίτσα, αν και μέχρι τότε είχε μπει ο σπόρος των εξερευνητικών ταξιδιών. Ήξερε ωστόσο πως οι οικείοι του θα ήταν αντίθετοι σε μια τέτοια ριψοκίνδυνη προοπτική, γι’ αυτό και χρησιμοποίησε ένα τέχνασμα για να φύγει από το χωριό.
Στις 12 Νοεμβρίου 1867 ήταν να επιστρέψουν στην Ελλάδα ο Γεώργιος Α’ και η σύζυγός του Όλγα, μετά τον γάμο τους στην Αγία Πετρούπολη. Την προηγούμενη ακριβώς μέρα, την ώρα που η οικογένεια γευμάτιζε στην τραπεζαρία, ο Ποταγός ενημερώνει τους γονείς του πως θα έφευγε την επομένη για την Αθήνα προβάλλοντας σαν δικαιολογία τη βασιλική άφιξη αλλά και την αγορά επιστημονικών βιβλίων. Το τρικ έπιασε, αν και αυτή θα ήταν η στερνή φορά που θα έβλεπε τους γονείς του…
Τα απίστευτα ταξίδια και οι πολιτικές περιπέτειές του
Ο τολμηρός εξερευνητής αρχίζει τον κύκλο των περιηγήσεών του το 1868, περνώντας τα επόμενα 15 χρόνια σε μέρη άγνωστα και επικίνδυνα. Κατά το διάστημα αυτό διέσχισε όπως είπαμε δύο φορές την ασιατική ήπειρο και έφτασε στις άγνωστες και αφιλόξενες εκτάσεις της Αφρικής, πολύ πιο πέρα από τα σημεία που είχαν εξερευνήσει μεγάλοι ευρωπαίοι περιηγητές του 19ου αιώνα.
Ξεκινώντας την περιήγησή του ο σύγχρονος αυτός Αργοναύτης ακολουθεί τα χνάρια του μακεδόνα στρατηλάτη Αλεξάνδρου, διαγράφοντας την ιστορική του πορεία στα βάθη της Ασίας. Δεν παραλείπει να διορθώσει τις αναφορές των χρονογράφων που σχετίζονταν με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αναζητεί παντού την ελληνικότητα και ψάχνει για ελληνικά δάνεια στη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα των ασιατικών πολιτισμών. Και παθαίνει την πλάκα του βλέποντας παντού χαραγμένα στην αραβόφωνη Ασία τα ίχνη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού! Η ελληνικότητά του μετατρέπεται σε διαβατήριο που του ανοίγει πόρτες, καθώς πρίγκιπες και βασιλιάδες που συναντά έχουν γνώση περί αρχαίας Ελλάδας και τον καλωσορίζουν ως απόγονο των αλεξανδρινών.
Η συμβολή του Ποταγού στη γεωγραφική γνώση της εποχής του, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας, κρίθηκε ιδιαιτέρως σημαντική παρά τις αρχικές αντιδράσεις. Αδιαμφισβήτητη ήταν και η αξία της εθνολογικής – ανθρωπολογικής πτυχής του έργου του, το οποίο αναγνώρισε πρώτη η Γεωγραφική Εταιρία των Παρισίων. Ο Ποταγός δεν χρησιμοποιούσε όμως τις καθιερωμένες γεωγραφικές μεθόδους του καιρού, όπως τα αστρονομικά και βαρομετρικά όργανα μέτρησης και υπολογισμού, κι έτσι θεωρήθηκε εν πολλοίς ερασιτέχνης γεωγράφος από την επιστημονική κοινότητα της Ευρώπης.
Παρά ταύτα τα πορίσματα της εμπειρικής του μεθόδου έγιναν τελικά δεκτά, αν και το έργο του κατακρίθηκε και για την αντι-αποικιοκρατική ματιά του δημιουργού του, καθώς οι Βρετανοί τον σιχαίνονταν πραγματικά και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να υπονομεύσουν την ακρίβεια των παρατηρήσεών του.
Σε επιστολή του στον βασιλιά του Βελγίου (και πρόεδρο όπως είπαμε της Παγκόσμιας Γεωγραφικής Εταιρίας), ο Ποταγός στιγμάτιζε την ερήμωση της Αιθιοπίας εξαιτίας του δουλεμπορίου προτείνοντας πρακτικές λύσεις, μέσω εμπορίου κυρίως, για την άνθιση της περιοχής. Ο Έλληνας περιηγητής προσπάθησε να αποτρέψει την κατάφωρη λεηλασία της αποικιοκρατίας του 19ου αιώνα και να εγκαθιδρύσει ένα μοντέλο από το οποίο θα ωφελούνταν εξίσου και η αφρικανική γη. Το στοιχείο αυτό δεν μπορούσε παρά να εντείνει την καχυποψία και την υποτίμηση που αντιμετώπισε ο Ποταγός από την πλευρά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, στοιχεία που εκφράστηκαν κυρίως από τη Βασιλική Γεωγραφική Εταιρία του Λονδίνου.
«Εννόησα ότι ενέπεσα εν Λονδίνω εις χείρας εγωισμού, φθόνου και ασπλαχνίας», γράφει εκείνος αναφερόμενος στη συνάντηση και την επιστημονική φιλονικία που είχε με δύο εξέχοντα μέλη της Γεωγραφικής Εταιρίας, στον λαιμό των οποίων καθόταν το γεγονός ότι ο Ποταγός είχε ανατρέψει την αυθεντικότητα του δρομολογίου του Μάρκο Πόλο! Τα ταξίδια του έλληνα περιηγητή έγιναν μάλιστα σε περιοχές που ανήκαν στη Βρετανική Αυτοκρατορία ή την ευρύτερη βρετανική σφαίρα επιρροής και οι Άγγλοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον δυσκολέψουν, βάζοντας ακόμα και τον αποικιοκρατικό Τύπο της Ινδίας να τον λοιδορήσει!
Στη Γαλλία βέβαια το έργο του έγινε δεκτό με ενθουσιασμό και ο ίδιος αντιμετωπίστηκε με εκτίμηση και αποδοχή. Η Γεωγραφική Εταιρία των Παρισίων δημοσίευσε εξάλλου το άρθρο του για τη δύσκολη διάβαση του Παμίρ, όπως άλλωστε αργότερα και το περιηγητικό σύγγραμμά του. Ο γενικός γραμματέας της Εταιρίας που είχε αμφισβητήσει αρχικά τον εμπειρικό ορισμό γεωγραφικών θέσεων που έκανε ο Ποταγός χωρίς τη χρήση αστρονομικών εργαλείων, τον συνεχάρη κατόπιν ενθουσιασμένος, όταν γάλλοι περιηγητές επιβεβαίωσαν πλήρως τις θέσεις του Ποταγού για την περιοχή γύρω από τον Νείλο.
Φίρμα του γεωγραφικού κόσμου έγινε μέσω της πανδύσκολης διάβασης του Παμίρ και της εξερεύνησης της ευρύτερης περιοχής. Πέρα από τον προσωπικό του άθλο, ο Ποταγός κατέρριψε πολλές ανυπόστατες αναφορές του Μάρκο Πόλο για τις περιοχές αυτές, που συνέχιζαν για την Ευρώπη να θεωρούνται αξιόπιστες.
Ευρωπαίος εξάλλου δύσκολα μπορούσε να πατήσει το πόδι του εκεί, όχι μόνο λόγω των δυσχερών φυσικών συνθηκών, αλλά κυρίως εξαιτίας της εχθρότητας με την οποία αντιμετωπίζονταν οι δυτικές δυνάμεις και οι αποστολές τους. Η ελληνική υπηκοότητα λειτουργούσε ως διαβατήριο για τον Ποταγό στα μέρη αυτά, εξαιτίας της αλεξανδρινής κληρονομιάς, και το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα ο Ποταγός το αξιοποίησε πλήρως.
Ο ίδιος φιλοξενήθηκε εξάλλου στις αυλές όλων των εμίρηδων του Αφγανιστάν και παρείχε τις πρώτες ασφαλείς πληροφορίες για την άγνωστη ασιατική χώρα. Πέρα από το καθαρά γεωγραφικό του έργο, ο πολυμαθής Ποταγός επιχείρησε να συνδέσει τους τόπους και τους λαούς τους με τις αναφορές που περιέχονται στην αρχαία γραμματεία, από τον Όμηρο και τον Ηρόδοτο μέχρι τον Φλάβιο Αρριανό, τον Πτολεμαίο και τον Στράβωνα.
Οι παρατηρήσεις του είχαν και ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον, καθώς ο Ποταγός επιβεβαίωσε πρώτος την επιβίωση ελληνικών πολιτισμικών στοιχείων στις άγνωστες αυτές γωνιές της Ασίας. Στην Εράτ του Δυτικού Αφγανιστάν, για παράδειγμα, αναφέρει ότι χρησιμοποιούνται ακόμα πλήθος ελληνικών λέξεων αλλά και το στάδιο ως μονάδα μέτρησης! Στην Καμπούλ και τη Φεϊζαμπάτ, μας λέει, οι εμίρηδες είχαν μεταφράσεις των αρχαίων Ελλήνων και ακολουθούσαν το αστρονομικό σύστημα του Πτολεμαίου, τα «Φυσικά» του Αριστοτέλη, την ιατρική του Ιπποκράτη και του Γαληνού, ενώ ο Πλάτωνας είχε σχεδόν αγιοποιηθεί.
Ταυτοχρόνως, παρέχει πληροφορίες για αρχαιολογικά ευρήματα, ελληνικά νομίσματα και ήθη και έθιμα των λαών του Αφγανιστάν με ξεκάθαρες ελληνικές καταβολές, ιδιαίτερα σε λαούς απίστων που δεν είχαν ακόμα εξισλαμιστεί. Ο Ποταγός είχε την τύχη να γνωρίσει τα κατάλοιπα του ελληνικού πολιτισμού στα βάθη της Ασίας δύο δεκαετίες πριν από τον υποχρεωτικό εξισλαμισμό όλων των φυλών (1896), κίνηση που εξαφάνισε τα περισσότερα ελληνικά δάνεια.
Αυτά τα πολύτιμα (ιδιαιτέρως για τον τόπο μας) πολιτισμικά στοιχεία είχε σκοπό να τα εκδώσει στον δεύτερο τόμο των «Περιηγήσεών» του και αποτελεί στα σίγουρα μεγάλο πλήγμα για τη χώρα μας το γεγονός ότι κατάφερε να εκδώσει μόνο τον πρώτο τόμο, που μένει στην απλή εξιστόρηση των ταξιδιών του.
Και ήταν η μικροψυχία του νεοελληνικού κράτους αυτή, σε πείσμα μάλιστα των τόσων επίμονων προσπαθειών και των έντονων διαβημάτων του Ποταγού, που στάθηκε εμπόδιο στην έκδοση του δεύτερου τόμου, στερώντας από τη νεοελληνική βιβλιογραφία έναν πολύτιμο θησαυρό.
Κατά τον Φώτη Κόντογλου, που έφτιαξε μια βιογραφία του Ποταγού (στο έργο του «Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι»), τα ανέκδοτα χειρόγραφα του Ποταγού που βρισκόταν στο σπίτι του στις Νυμφές της Κέρκυρας καταστράφηκαν από τους κληρονόμους του: «Γύρεψα να ’βρω τίποτα τετράδια γραμμένα από το χέρι του, μα μου ’πανε πως δεν υπάρχουνε, γιατί, σα μάθανε οι συγγενείς του από τη Βυτίνα πως πέθανε, πήγανε στις Νυφές για να τον κληρονομήσουνε, και μη βρίσκοντας τα πετράδια και τα πλούτη, που νομίζανε πως είχε κρυμμένα, ξεσκίσανε από τη μανία τους ό,τι χαρτιά πέσανε στα χέρια τους».
Κι έτσι μάθαμε για το κορυφαίο του επίτευγμα, την ανακάλυψη του μεγάλου ποταμού Μπόμου της σημερινής Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας, άγνωστου και μη καταγεγραμμένου στους χάρτες της εποχής (1887), όχι όμως και για το ελληνικό στοιχείο στην Περσία και το Αφγανιστάν που επιβίωνε ακόμα στα χρόνια του!
Αυτός ο πολεμικός τρόπος με τον οποίο τον αντιμετώπισε η ελληνική κυβέρνηση, παρά τους επαίνους που έρχονταν βροχή από το εξωτερικό, θα ήταν η τελευταία περιπέτεια της ζωής του…
Τελευταία χρόνια
Χωρίς την παραμικρή συνδρομή των ελληνικών κυβερνήσεων, ο Ποταγός έφτασε στις εσχατιές του κόσμου και δόξασε την Ελλάδα. Το κράτος όμως, αντί να τον αγκαλιάσει, του γύρισε αυθάδικα την πλάτη. Το ίδιο έκανε ακόμα και όταν τον κάλεσε ο Λεοπόλδος Β’ να γράψει το όνομά του στη Χρυσή Βίβλο των Εξερευνητών, δίπλα στα κορυφαία ονόματα όλων των εποχών, και εκείνος υπέγραψε ως «ένας Έλληνας».
Μετά τις Βρυξέλλες, περιηγήθηκε στο Παρίσι, τη Μασσαλία και έφτασε στην Αλεξάνδρεια, κι αυτό για να ανιχνεύσει το δρομολόγιο του Μωυσή αυτή τη φορά. Από το Σινά έφτασε στη Δαμασκό και κατέληξε στα Άδανα της Κιλικίας. Εκεί πέρασε τον επόμενο χρόνο, στέλνοντας ένα νέο του σύγγραμμα στο Υπουργείο Παιδείας για αξιολόγηση. Στο συνοδευτικό υπόμνημα καλούσε την κυβέρνηση να το εκδώσει μόνο εφόσον το έβρισκε σημαντικό για το έθνος και ωφέλιμο για την επιστήμη.
Στους 15 μήνες που πέρασε στα Άδανα απάντηση δεν πήρε φυσικά. Παρά τα πέντε διαβήματά του. Απελπισμένος και εξοργισμένος, επιστρέφει στις 14 Φεβρουαρίου 1883 στην Αθήνα έπειτα από απουσία δεκαπέντε ετών. Κάποια στιγμή ο Ποταγός έφτασε μέχρι και τον βασιλιά για να του εκθέσει τα παράπονά του για τη στάση του Υπουργείου Παιδείας.
Ο Γεώργιος Α’ του υποσχέθηκε πως θα έστελνε την αναφορά του στον υπουργό και σύντομα θα είχαν απάντηση. Δεν είχαν όμως! Ο Ποταγός πήγαινε πια από τον γραμματέα του υπουργείου στον υπασπιστή του βασιλιά και τανάπαλιν. Εκείνοι τον έκαναν μπαλάκι και για να τον ξεφορτωθούν, του έλεγαν πως πρέπει να περιμένει.
Κάποια στιγμή, περνώντας από γραφείο σε γραφείο και από ειδικό σύμβουλο σε επιστημονικό συνεργάτη, κατάφερε να φτάσει στον υπουργό Παιδείας της κυβέρνησης Τρικούπη, τον Δημήτριο Βουλπιώτη, κι αυτό για να ξεδιαλύνει το μυστήριο με τα χειρόγραφά του που δεν μπορούσε να βρει κανείς. Τα είχαν πετάξει πράγματι στα σκουπίδια!
Ένα μικρό μέρος από αυτά σώθηκε τελικά, αν και είχαν χαθεί πολλές σελίδες με ανεκτίμητους και άγνωστους στην Ευρώπη θησαυρούς.
Οι περιπέτειές του με την ελληνική γραφειοκρατία δεν θα είχαν τέλος εδώ. Λίγο αργότερα συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Τρικούπη και τον υπουργό του Βουλπιώτη και τόλμησε να τους ζητήσει να τον διορίσουν έφορο στην Εθνική Βιβλιοθήκη, δεδομένου ότι είχε περιέλθει σε δυσχερή οικονομική θέση. Η απάντηση ήταν και πάλι αρνητική.
Αφού μάζεψε ό,τι χειρόγραφό του μπόρεσε να βρει στο χαρτομάνι του υπουργείου, πήγε κατόπιν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να δει τι είχε γίνει εκείνο το εκτενές κείμενο που τους είχε αποστείλει η Γεωγραφική Εταιρία Παρισίων πριν από τέσσερα χρόνια. Οι Γάλλοι συνιστούσαν μάλιστα, σε συνοδευτικό υπόμνημά τους, στη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου την άμεση έκδοση του σπουδαίου αυτού συγγράμματος!
Ο πρύτανης Παναγιώτης Κυριακός αναζήτησε τον ογκώδη φάκελο στα αρχεία της Πρυτανείας και τον βρήκε τελικά έπειτα από κοπιώδεις έρευνες. Κανείς δεν το είχε διαβάσει φυσικά! Ο πρύτανης το διάβασε όμως και δεν πίστευε πως κάποιος Έλληνας είχε γράψει κάτι τόσο σημαντικό, ένα σωστό εθνικό θησαυρό.
Το πόνημα του Ποταγού προκρίθηκε τελικά μετά κόπων και βασάνων για έκδοση, χρειαζόταν όμως η χρηματοδότηση του Υπουργείου Παιδείας. Ο πρύτανης επισκέφθηκε τον υπουργό Βουλπιώτη, του ανακοίνωσε της απόφαση της Συγκλήτου και ζήτησε τη συνδρομή της πολιτείας για την έκδοση του βιβλίου, μιας και ο Ποταγός δεν είχε πλέον μία λόγω των πολύχρονων εξερευνητικών του ταξιδιών. Η απάντηση του Βουλπώτη ήταν και πάλι αρνητική: «Περίμενε τόσα χρόνια. Ε, ας περιμένει μερικά ακόμα!».
Ο πρώτος τόμος των «Περιηγήσεων» εκδόθηκε τελικά από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1883, ενώ δύο χρόνια αργότερα ακολούθησε και η γαλλική έκδοσή του στο Παρίσι (Dix annees de voyages dans l’Asie centrale et l’Afrique equatoriale). Από τα τέσσερα κεφάλαια στα οποία διαιρείται ο πρώτος αυτός τόμος του Ποταγού, μόνο τα δύο πρώτα αφορούν στην εξιστόρηση των τριών μεγάλων ταξιδιών του σε Ασία και Αφρική. Το τρίτο, που ονομάζει «Ιστορικόν», είναι μια συγκριτική μελέτη για τις χρονολογίες των αρχαίων λαών, ενώ στο τέταρτο («Φυσικόν») ο Ποταγός καταγίνεται με την ερμηνεία διάφορων -μετεωρολογικών κυρίως- φαινομένων.
Ο σπουδαίος Έλληνας εξερευνητής αποσύρθηκε πικραμένος, απογοητευμένος και πάμφτωχος σε χωριό της Κέρκυρας, όπου άφησε την τελευταία του πνοή το 1903. Έκτοτε όλοι τον ξέχασαν, αν και το όνομά του θα μπορούσε κάλλιστα να διδάσκεται πλάι στους μεγάλους εξερευνητές όλων των εποχών. Τιμήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση, τη Γεωγραφική Εταιρία της Γαλλίας και τον βασιλιά του Βελγίου, Λεοπόλδο Β’, ο οποίος έσπευσε να δώσει το όνομά του σε κεντρική αρτηρία της πόλης Ισίρο του (βελγικού τότε) Κονγκό…
Ο Κόντογλου το λέει καλύτερα: «Ἕνας τέτοιος περιφρονημένος καὶ λησμονημένος εἶναι κι᾿ ὁ Παναγιώτης Ποταγός, ὁ νέος Μᾶρκος Πόλος. Πῆγε ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία ἴσαμε τὸ Πεκίνο μὲ τ᾿ ἄλογο καὶ μὲ τὰ ποδάρια, κατόρθωμα ποὺ δὲν τὤκανε κανένας πρὶν ἀπ᾿ αὐτόν, ὕστερα ταξίδεψε στὴν Περσία, στὴν Ἰνδία κι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο τράβηξε μέσα στὴν Ἀφρικὴ ἴσαμε τὴν καρδιά της καὶ μολοταῦτα πέθανε λησμονημένος καὶ πικραμένος, γιατὶ οἱ σοβαροὶ ἄνθρωποι, ποὔπαμε πρωτύτερα, τὸν πήρανε στ᾿ ἀλαφριά, ἐπειδὴς «δὲν ἦτο σοβαρὸς ἐπιστήμων», μὲ βαρόμετρα καὶ μὲ θερμόμετρα καὶ μὲ ματογυάλια»…