Οι κινητοποιήσεις και τα εκτεταμένα επεισόδια στο Παρίσι το Σάββατο 1 Δεκεμβρίου κάνουν σαφές ότι είναι σε εξέλιξη μια κοινωνική έκρηξη που θα έχει ευρύτερο αντίκτυπο.
412 προσαγωγές εκ των οποίων οι 378 ήταν το βράδυ της Κυριακής 2 Δεκεμβρίου είχαν γίνει συλλήψεις, ανάμεσά τους και 33 ανήλικοι. 249 περιπτώσεις όπου επενέβη η Πυροσβεστική και 112 πυρπολημένα οχήματα. 133 τραυματίες, οι 23 από τη μεριά της αστυνομίας. Όλα αυτά μόνο στο Παρίσι.
Την ίδια στιγμή, όπως ανακοίνωσε το γαλλικό υπουργείο Εσωτερικών, σε όλη τη Γαλλία κινητοποιήθηκαν 37.000 αστυνομικοί, 30.000 χωροφύλακες και 30.000 πυροσβέστες. Στο ίδιο το Παρίσι χρησιμοποιήθηκαν χιλιάδες δακρυγόνα.
Με αυτά τα δεδομένα ο αριθμός των 136.000 διαδηλωτών σε όλη τη Γαλλία που έδωσε το γαλλικό υπουργείο Εσωτερικών φαντάζει αρκετά μετριοπαθής για την κλίμακα μιας κινητοποίησης που έχει ήδη φέρει τον Εμμανουέλ Μακρόν αντιμέτωπο με τη μεγαλύτερη κρίση της θητείας του και το δε ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα αντιμέτωπο με το πραγματικό ενδεχόμενο ανεξέλεγκτων κοινωνικών εκρήξεων.
Ένα κίνημα που δραπετεύει από τις κατηγοριοποιήσεις
Από τη στιγμή που εμφανίστηκε αυτό το κίνημα δεν ήταν πολλοί αυτοί που το προσπάθησαν να το κατατάξουν. Η αρχική του σύνδεση με το φόρο για τα καύσιμα και τη γαλλική επαρχία, έκανε αρκετούς να το κατατάξουν σε ένα μια συντηρητική, μικροαστική και επαρχιώτικη αντίδραση.
Άλλοι πάλι παρατηρώντας την παρουσία τοπικών στελεχών ή πολιτευτών της γαλλικής Άκρας Δεξιάς σε κάποιες από τις κινητοποιήσεις, τη χρήση της γαλλικής σημαίας και την επιλογή τόπων συγκέντρωσης όπως τα Ηλύσια Πεδία, θεώρησαν ότι πρόκειται για μια ακροδεξιά κινητοποίηση.
Ωστόσο, όσο περνούσαν οι μέρες το κίνημα αυτό, με τη χαρακτηριστική «οριζόντια» συγκρότησή του και την απουσία κλασικής ηγεσίας, άρχισε να ξεφεύγει από τα στενά όρια του ζητήματος των φόρων στα καύσιμα και να επεκτείνεται στο σύνολο των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η γαλλική κοινωνία: τις πολιτικές λιτότητας, τη δυσκολία των ανθρώπων να τα βγάλουν πέρα με τους χαμηλούς μισθούς, τη συνεχή διακύβευση των κοινωνικών παροχών.
Την ίδια στιγμή πολύ νωρίς άρχισε να διευρύνεται και η κοινωνική σύνθεση αυτών που κινητοποιούνται. Άνθρωποι από χώρους δουλειάς, συνδικαλισμένοι εργάτες (παρότι τα συνδικάτα αρχικά ήταν επιφυλακτικά), άνθρωποι από τα προηγούμενα κινήματα κατά της κυβέρνησης Μακρόν. Ακόμη και πρωτοβουλίες κατά του ρατσισμού και της καταστολής από τα προάστια του Παρισιού δήλωσαν τη στήριξή τους.
Η ίδια η Άκρα Δεξιά, που αρχικά φάνηκε να επενδύει στο κίνημα αποστασιοποιήθηκε από τις κινητοποιήσεις όταν αυτές έγιναν δυναμικές. Άλλωστε, κατά παράδοση ο Εθνικός Συναγερμός (όπως λέγεται σήμερα το Εθνικό Μέτωπο) είναι υπέρ του «νόμου και της τάξης» και γι’ αυτό η Μαρίν Λεπέν έσπευσε να μιλήσει για προβοκάτορες.
Η κλιμάκωση της βίας
Η ίδια η ένταση της βίας των επεισοδίων ήταν εντυπωσιακή. Μέρος της ευθύνης μπορεί να αποδοθεί και στις επιθετικές τακτικές των γαλλικών δυνάμεων καταστολής, όμως και αυτές φάνηκαν να τα βρίσκουν σκούρα κάποια στιγμή απέναντι σε διαδηλωτές που δεν επεδείκνυαν μόνο ανθεκτικότητα αλλά και εφευρετικότητα απέναντι στα δακρυγόνα και τα καμιόνια νερού που κατά κόρο χρησιμοποιήθηκαν.
Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι βίαιες συγκρούσεις ή και καταστροφές δεν υπήρξαν μόνο στο Παρίσι αλλά και σε άλλες πόλεις της Γαλλίας.
Όπως επίσης έχει ενδιαφέρον ότι με βάση τις μαρτυρίες οι διαδηλωτές που συμμετείχαν σε συγκρούσεις ή και καταστροφές δεν ταίριαζαν απαραίτητα με την παραδοσιακή εικόνα του «ταραξία».
Άλλωστε, στη Γαλλία ήδη από τις κινητοποιήσεις του 2016 έχουμε μια εκ νέου απήχηση πιο βίαιων πρακτικών στις διαδηλώσεις που τώρα δείχνουν να γενικεύονται με τα σύμβολα του πλούτου και της εξουσίας να μπαίνουν στο στόχαστρο των διαδηλωτών.
Σύμπτωμα βαθιάς πολιτικής κρίσης
Όλα αυτά έρχονται να συγκεφαλαιώσουν μια βαθιά πολιτική κρίση που δεν αφορά μόνο τη Γαλλία αλλά και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι εμφανής πια μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και τις διαθέσεις των πολιτών, στοιχείο που διαμορφώνει το έδαφος για κοινωνικές εκρήξεις.
Η διάχυτη αίσθηση ότι οι ευρωπαϊκές χώρες κυβερνιούνται από ελίτ που μοιράζουν το χρόνο τους ανάμεσα στον κόσμο των επιχειρήσεων και την πολιτική και που αδυνατούν να έχουν την παραμικρή επίγνωση για την κατάσταση των απλών ανθρώπων, επιτείνεται από το φόβο ότι διακυβεύονται ακόμη και τα απομεινάρια από το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο που παραμένουν σε ισχύ.
Την ίδια στιγμή οι παρατεταμένες πολιτικές λιτότητας και η θεοποίηση σχεδόν της δημοσιονομικής πειθαρχίας, μαζί με την αυξημένη εργασιακή επισφάλεια και την αίσθηση μιας αδιαφορίας για τις υποδομές που αφορούν τις ζωές των ανθρώπων, επιτείνουν αυτή την αίσθηση.
Επιπλέον, δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που ήταν ταυτόχρονα και η κρίση του πυρήνα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ δεν έχουν επιλέξει κάτι παραπάνω από μια «φυγή προς τα εμπρός», χωρίς ουσιώδεις αλλαγές πολιτικής, την ίδια ώρα που ευρύτερα κοινωνικά στρώματα αντιλαμβάνονται ότι τα πράγματα είναι οριακά.
Στην περίπτωση της Γαλλίας αυτή η κρίση συγκεφαλαιώνεται στην ταχύτατη απαξίωση του εγχειρήματος Μακρόν. Παρότι ανέβηκε στην εξουσία εκπροσωπώντας υποτίθεται μια πιο συναινετική εκδοχή φιλελευθερισμού και μια παραλλαγή «μετασοσιαλδημοκρατίας» και παρά την υποτίθεται «διαλογική» προσέγγισή του, κατάφερε να θεωρείται σύμβολο της αναλγησίας και το ενοποιητικό αίτημα σε αυτό το πολύμορφο κίνημα διαμαρτυρίας να είναι η παραίτησή του.
Το αχαρτογράφητο τοπίο μιας κοινωνικής έκρηξης
Εκεί όπου σε άλλες εποχές θα κυριαρχούσε η –ατεκμηρίωτη όπως αποδείχτηκε– αλαζονεία ενός Σαρκοζί, εδώ δείχνει να κυριαρχεί μια αμηχανία και μια περίσκεψη.
Ο Μακρόν απέφυγε να ενεργοποιήσει τη νομοθεσία για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αν και αυτή δεν ήταν απαραίτητη γιατί οι νομοθετικές αλλαγές που έγιναν μετά τις επιθέσεις του 2015 ούτως ή άλλως έχουν ενσωματώσει στην «κανονική» νομοθεσία αρκετές προβλέψεις της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Παράλληλα, ο Γάλλος πρόεδρος εξήγγειλε έναν διάλογο με τις πολιτικές δυνάμεις.
Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι αυτές οι κινήσεις θα κατευνάσουν ένα κίνημα που δεν έχει μια κεντρική ηγεσία, είναι διάχυτο και αποκεντρωμένο και το οποίο δείχνει να τροφοδοτείται από βαθύτερα αισθήματα οργής και αδικίας.
Ενδιαφέρον επίσης θα έχει το κατά πόσο το κίνημα αυτό, που έχει ήδη εξαγγείλει την επόμενη δράση του, θα συναντηθεί με πιο οργανικό τρόπο με το χώρο των συνδικάτων (με αρκετά σημάδια ότι η βάση των συνδικάτων και ιδίως της παραδοσιακά αριστερής CGT πιέζει σε αυτή την κατεύθυνση), έτσι ώστε τα «κίτρινα γιλέκα» να συναντήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα τα «κόκκινα γιλέκα» των συνδικάτων, ή τα κινήματα στο χώρο της νεολαίας. Μια τέτοια σύγκλιση θα έδινε ευρύτερη δυναμική.
Πάντως εάν κανείς κοιτάξει τις διακηρύξεις των τοπικών συσπειρώσεων ή συνελεύσεων των «κίτρινων γιλέκων» θα δει δύο στοιχεία: την προσπάθεια να διευρύνουν τις κοινωνικές διεκδικήσεις τους και ένα πολύ έντονο αίτημα πραγματικής δημοκρατίας.
Από τη μεριά τους οι δυνάμεις της αριστεράς δείχνουν να συμπαρατάσσονται με το κίνημα, παρά την αρχική τους ταλάντευση.
Τόσο η «Ανυπότακτη Γαλλία» του Ζαν Λυκ Μελανσόν όσο και το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Νέο Αντικαπιταλιστική Κόμμα έχουν πάρει θέση υπέρ των κινητοποιήσεων και έχουν καταδικάσει την εκτεταμένη καταστολή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν τους όρους για να καθοδηγήσουν ένα κίνημα ιδιαίτερα πολύμορφο και διάχυτο.
Το άνοιγμα ενός «κύκλου διαμαρτυρίας» στην Ευρώπη;
Το 2010-12 ήταν ο Ευρωπαϊκός Νότος αυτός που συγκλονίστηκε από μεγάλα κινήματα διαμαρτυρίας, χωρίς αυτή η διαμαρτυρία να επεκταθεί στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτές θα υπάρξουν αργότερα άλλα κινήματα, όμως όχι τόσο μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις. Η πολιτική κρίση κυρίως εκφράστηκε με ποικίλους και αντιφατικούς τρόπους: από την εκλογική φθορά των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, την άνοδο λαϊκιστικών ή/και ακροδεξιών σχηματισμών και από πολιτικές «εκπλήξεις» όπως η υπερψήφιση του Brexit στο βρετανικό δημοψήφισμα.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν και σε ποιο βαθμό τα «κίτρινα γιλέκα» θα σηματοδοτήσουν μια αλλαγή στους όρους έκφρασης της πολιτικής κρίσης στην Ευρώπη και επανεμφάνιση των μαζικών κοινωνικών κινητοποιήσεων και διεκδικήσεων και εάν θα αποτελέσουν το άνοιγμα ενός νέου ιστορικού κύκλου κινημάτων και διαμαρτυριών.
Αυτό θα σήμαινε η εικόνα του Παρισιού την 1η Δεκεμβρίου δεν θα είναι έκφραση μιας γαλλικής ιδιαιτερότητας, αλλά προανάκρουσμα εκρήξεων σε όλη την Ευρώπη.
Διαβάστε, επίσης:Eπιβάλουν στρατιωτικό νόμο στη Γαλλία για να γλιτώσει ο Μακρόν – O Στρατός βγαίνει στους δρόμους!