Η “Καθημερινή” θρηνεί από χθες, 17/5, την απώλεια του Αριστείδη Αλαφούζου.
Ο Αλέξης Παπαχελάς με ένα άρθρο του στην εφημερίδα αποχαιρετά τον “κύριο Αριστείδη” τονίζοντας μεταξύ άλλων οτι η “Καθημερινή” ήταν ο “έρωτας” του στο δεύτερο μισό της ζωής του.
Το κείμενο
Οσοι γνώρισαν από κοντά τον Αριστείδη Αλαφούζο συμφωνούν σε ένα πράγμα: ότι δεν ήταν ένας άνθρωπος που περνούσε απαρατήρητος. Το απίστευτα γρήγορο μυαλό του, η θέληση και το πείσμα παντρεύτηκαν με τον επαγγελματισμό και έγραψαν ιστορία. Ο «κύριος Αριστείδης», όπως τον αποκαλούσαν φίλοι και συνεργάτες, είχε το ένστικτο της επιτυχίας και έβλεπε πάντα μπροστά. Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι ήταν ο πρώτος Ελληνας επιχειρηματίας που επισκέφθηκε, και αγάπησε, την Κίνα το 1968. Ούτε το γεγονός πως άνοιξε δρόμους σε όλες του τις καριέρες.
Εντονος συζητητής, δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω, ειδικά με τους ανθρώπους που ένιωθε κοντά του. «Αντώνη, η εφημερίδα έχει ελλείψεις, δεν είναι όπως τη φανταζόμουν», ήταν η φράση με την οποία συχνά καλωσόριζε τον αείμνηστο Αντώνη Καρκαγιάννη, τον συνεργάτη του με τον οποίο δέθηκε περισσότερο από όλους όσοι πέρασαν από το πηδάλιο αυτής της εφημερίδας. Η συγκεκριμένη φράση δεν ήξερες ποτέ αν ήταν ένα αθώο πείραγμα ή μια «τεχνική» που σκόπευε να μας κάνει όλους πιο αυστηρούς με τον εαυτό μας. Όπου και αν αποσκοπούσε, σίγουρα πέτυχε το δεύτερο.
Η «Κ» ήταν ο μεγάλος «έρωτας» του Αριστείδη Αλαφούζου στο δεύτερο μισό της ζωής του. Την πρόσεχε, τη φύλασσε από κακοτοπιές και –κυρίως– φρόντιζε μέχρι τέλους να μπορεί να είναι ανεξάρτητη. Συχνά-πυκνά μας διηγιόταν ιστορίες για κάποιον, δεν έχει σημασία ποιον, πρωθυπουργό που του προσέφερε διάφορα ανταλλάγματα για να είναι πιο «φιλική» μαζί του. «Εγώ δεν πήρα την εφημερίδα για να κάνω μπίζνες», σχολίαζε θυμωμένος κάθε φορά που διηγιόταν το περιστατικό. Πράγματι, όταν έβλεπε εν ενεργεία πρωθυπουργούς ή μιλούσε με κάποιον υπουργό, τα μόνα «ρουσφέτια» που ζητούσε αφορούσαν τη Σαντορίνη: ένα πάρκινγκ για τα λεωφορεία στην Οία, το μονοπάτι για την Αρμένη, η αφαλάτωση…
Η Σαντορίνη ήταν το ένα μέρος όπου καταλάγιαζαν όσα τον απασχολούσαν. Εκεί κάπως ένιωθε ότι γινόταν ένα με ανθρώπους που τον αγαπούσαν γιατί ήταν Σαντορινιός. Ηταν ένας διαφορετικός Αριστείδης στο νησί του. Του άρεσε να ρεμβάζει την Καλντέρα σε ένα μικρό τραπεζάκι μαζί με τη Λένα του. Εκλαιγε σαν μικρό παιδί όταν έπαιρνε τα γράμματα από τα παιδιά του Δημοτικού της Οίας, που τον ευχαριστούσαν για τα δώρα που τους έστελνε κάθε Χριστούγεννα. Και δεν νομίζω ότι τον έχω ακούσει τόσο ευχαριστημένο και ήρεμο όσο μια Πρωτοχρονιά που την πέρασε στην Οία με τους συγχωριανούς του, οι οποίοι είχαν φέρει τα δικά τους πεσκέσια.
Θα μας λείψει, σε όλους εμάς εδώ στην «Κ», ο Αριστείδης Αλαφούζος. Στην καθημερινή σύσκεψη της εφημερίδας ήταν το μόνιμο πνεύμα αντιλογίας. Περίμενε πολλά από τους συνεργάτες του, πολιτικούς φίλους του, τους ανθρώπους του γραφείου του. Αλλαζε γνώμη για τα πράγματα, αλλά ήταν δίκαιος και αναγνώριζε τα λάθη του. Ζύγιζε με προσοχή τους επισκέπτες του. Ηταν καλοπροαίρετος, μερικές φορές πολύ καλοπροαίρετος.
Ανήκε σε μια γενιά που πέρασε πολύ σκληρά. Οταν βρέθηκε ορφανός στα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής, αποφάσισε ότι εκείνος θα προστάτευε την οικογένειά του. Αφοσιώθηκε στις σπουδές του στο αγαπημένο του Πολυτεχνείο, αλλά ήθελε γρήγορα να βγάλει δικά του λεφτά. «Περάσαμε δύσκολα χρόνια, κύριοι, εμείς, να το θυμάστε», μας έλεγε κάθε φορά που ένιωθε ότι εμείς θεωρούσαμε δεδομένα τα πάντα την εποχή της βολής.
Αναρωτιέμαι τις τελευταίες ώρες τι μας άφησε πίσω ο Αριστείδης Αλαφούζος. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ήταν μια τόσο ισχυρή προσωπικότητα, που και εδώ μαζί μας να μην είναι κάθε μέρα στις 5 το απόγευμα, μας έχει βοηθήσει να εγγραφούν στο DNA της οικογένειάς του, της εφημερίδας και του καθενός ξεχωριστά από εμάς, οι βασικές του παραινέσεις/αρχές:
– Ότι είμαστε πολίτες του κόσμου.
– Πως σεβόμαστε τις συμφωνίες που κάνουμε.
– Οτι είμαστε αυστηροί και απαιτητικοί με τους άλλους, αλλά πρώτα απ’ όλα με τον εαυτό μας.
– Οτι τη δουλειά μας την κουβαλάμε παντού μαζί μας.
– Πως εφημερίδα δεν εκδίδουμε για να κερδίσουμε, αλλά ούτε και για να χάσουμε… λεφτά, γιατί αυτό μας δίνει μια πολύτιμη ανεξαρτησία.
Θα μας λείψει, βέβαια, το πιο στέρεο δοκάρι, ο «βράχος» που νιώθαμε ότι είχαμε για να ακουμπήσουμε πάνω του στα πολύ δύσκολα. Όταν έβλεπε, άλλωστε, καμιά φορά ότι απελπιζόμασταν καθώς η χώρα κατρακυλούσε στην άβυσσο, έκλεινε πάντα τη σύσκεψη με το «μην ξεχνάτε, κύριοι, η Ελλάς ποτέ δεν πεθαίνει».
Τώρα, αν ακούσουμε κάποια μέρα μέσα μας μια φωνή να μας λέει «μαντάρα τα έχετε κάνει εκεί κάτω» θα μας είναι οικεία, σχεδόν καλοδεχούμενη, η απαιτητική αυστηρότητα, ακόμη και αν όλα θα είναι όπως τα ήθελε. Καλό σας ταξίδι, «κύριε Αριστείδη».