Κεφάλαια 4 δις ευρώ έχουν εισρεύσει στην κυπριακή οικονομία τον τελευταίο χρόνο, χάρις στο πρόγραμμα χορήγησης άδειας παραμονής («χρυσή βίζα») σε πολίτες εκτός Ε.Ε., που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια.
Πρόκειται για μέγεθος που αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ της χώρας, με αποτέλεσμα το σχετικό πρόγραμμα να θεωρείται το πλέον προσοδοφόρο μεταξύ των υπολοίπων χωρών του μεσογειακού Νότου που «τρέχουν» ανάλογες πρωτοβουλίες, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης.
Μάλιστα, η επιτυχία αυτή έχει προκύψει, παρά το πολύ υψηλό όριο επένδυσης που έχει τεθεί, καθώς για να μπορεί κανείς να αιτηθεί άδεια παραμονής στην Κύπρο, πρέπει να δαπανήσει τουλάχιστον 2 εκατ. ευρώ για την αγορά ακινήτων, ή 2,5 εκατ. ευρώ για την αγορά κυβερνητικών ομολόγων, ή εταιρειών. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος των επιδόσεων του κυπριακού προγράμματος, αρκεί να επισημανθεί ότι στην Ελλάδα το σύνολο των άμεσων ξένων επενδύσεων το 2016 δεν ξεπέρασε τα 2,8 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε μόλις 1,5% του ΑΕΠ της χώρας.
Μεγάλο μέρος αυτής της επιτυχίας της Κύπρου οφείλεται στους Ρώσους επενδυτές. Σύμφωνα με σχετικές πρόσφατες δηλώσεις του υπ. Οικονομικών της Κύπρου, κ. Χάρη Γεωργιάδη, μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 2.000 διαβατήρια σε πολίτες εκτός Ε.Ε. Εξ αυτών, όπως αναφέρει το πρακτορείο Bloomberg, επικαλούμενα εκτιμήσεις της PriceWaterHouseCoopers, περίπου το 50% αφορά Ρώσους πολίτες. Πέραν των παραδοσιακών «δεσμών» των Ρώσων με την Κύπρο, που χρονολογούνται πριν την είσοδο της χώρας στην Ε.Ε., όταν λειτουργούσε ως φορολογικός «παράδεισος», ένας από τους βασικούς λόγους της επιτυχίας του προγράμματος βίζας οφείλεται στην ταχύτητα διεκπεραίωσης των σχετικών διαδικασιών. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, από τη στιγμή που κατατεθεί η σχετική αίτηση, απαιτούνται μόλις έξι μήνες για την έκδοση κοινοτικού διαβατηρίου, τη στιγμή που στην Πορτογαλία, όπου επίσης παρέχεται η δυνατότητα χορήγησης ιθαγένειας (για επενδύσεις τουλάχιστον 500.000 ευρώ), απαιτούνται ακόμα και δύο χρόνια.
Το ελληνικό πρόγραμμα
Ανάλογο πρόγραμμα, χωρίς όμως ανάλογη επιτυχία, υφίσταται από το 2014 και στην Ελλάδα, όπου το ελάχιστο όριο για την απόκτηση πενταετούς άδειας παραμονής είναι μόλις 250.000 ευρώ. Μέχρι σήμερα, αυτό μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο μέσω της απόκτησης ακινήτων, ωστόσο ήδη έχει ληφθεί απόφαση από τις αρμόδιες αρχές ώστε να επεκταθεί και σε άλλες μορφές επενδύσεων, ενώ παράλληλα θα δοθεί και η δυνατότητα χορήγησης ιθαγένειας σε όποιον το επιθυμεί.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα επίσημα στοιχεία, από την έναρξη του προγράμματος στα μέσα του 2014 και μέχρι το τέλος Ιανουαρίου του 2017 είχαν χορηγηθεί σε επενδυτές ακινήτων μόλις 1.573 άδειες. Πρώτη χώρα προέλευσης των αγοραστών είναι η Κίνα με 664 άδειες, δεύτερη η Ρωσία με 348, τρίτη η Αίγυπτος με 77, τέταρτη ο Λίβανος με 73 και πέμπτη η Ουκρανία με 67. Οι πρώτες χώρες σε άδειες διαμονής, αν συμπεριληφθούν και οι άδειες που έχουν δοθεί στους συγγενείς των επενδυτών (συνολικά 3.809), είναι η Κίνα με 1.580 άδειες, η Ρωσία με 787, το Ιράκ με 211, ο Λίβανος με 203 και η Αίγυπτος με 179.
Στην περίπτωση της Κύπρου, η επιτυχία του προγράμματος έχει συγκρατήσει τις τιμές στην αγορά κατοικίας, οι οποίες είναι πιθανό να κατέρρεαν, υπό το βάρος της τραπεζικής κρίσης και του όγκου των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων. Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη εισροή ρωσικών κεφαλαίων με αντάλλαγμα την κυπριακή υπηκοότητα εκλαμβάνεται από αρκετούς κύκλους, ιδίως στις Βρυξέλλες, ως αρνητική εξέλιξη, ιδίως από τη στιγμή που οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς δεν μένουν μόνιμα στην Κύπρο. Ηδη ορισμένοι σύμβουλοι ξένων επενδυτών, που ενδιαφέρονται για κοινοτική υπηκοότητα, εκφράζουν την ανησυχία τους ότι η Ε.Ε. θα ασκήσει πίεση στην Κύπρο να κάνει τη διαδικασία λήψης διαβατηρίου πιο αυστηρή.
ΠΗΓΗ: «Καθημερινή»