Υποβαθμίζει σημαντικά τον πήχη της ανάπτυξης ο διοικητής της Τράπεζα της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας , καθώς γνωστοποίησε πως η ανάπτυξη θα φτάσει το 1,6% του ΑΕΠ, από το 2,5% που προέβλεπε προηγουμένως η κεντρική τράπεζα, και από 2,7% που προέβλεπε ο προϋπολογισμός για το 2017!
Σύμφωνα με την την έκθεση που κατέθεσε την Παρασκευή στη Βουλή και στο υπουργικό συμβούλιο, ο Γιάννης Στουρνάρας επισημαίνει ότι παρά την χειροτέρευση των προβλέψεων οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν ευοίωνες εφόσον συνεχιστεί απρόσκοπτα η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Ο κ. Στουρνάρας θέτει ως προϋπόθεση για τη μετάβαση στην ανάπτυξη την επίλυση τριών σημαντικότατων προβλημάτων, που είναι η αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας, ο μεγάλος όγκος των μην εξυπηρετούμενων δανείων και το υψηλό δημόσιο χρέος.
Προτείνει την εφαρμογή ενός μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής με μικρότερους φόρους, επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και ταχεία αξιοποίηση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας του δημοσίου.
Αναλυτικότερα, μεταξύ άλλων αναφέρει στην έκθεση:
“Η παράταση της εκκρεμότητας (για το χρέος) εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους και προοιωνίζεται την ανάγκη νέας χρηματοδοτικής συνδρομής μετά το 2018, κάτι που απεύχονται τόσο η Ελλάδα όσο και οι εταίροι” προειδοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση για τη νομισματική πολιτική 2016-2017.
Επίσης η ΤτΕ μειώνει σημαντικά τον πήχη της ανάπτυξης το 2017 στο 1,6% ενώ αρχικά υπολόγιζε άνοδο του ΑΕΠ κατά 2,5%, επικαλούμενη τη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης.
Προειδοποιεί εξάλλου ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι η σοβαρότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η ελληνική οικονομία.
Και απευθύνει σήμα κινδύνου για νέες καθυστερήσεις σε σημαντικό ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης (ιδίως βραχυπρόθεσμου τύπου). Ζητά επίσης μείωση φορολογικών συντελεστών, περιστολή δαπανών και μεταρρυθμίσεις
Μεγάλο πλήγμα η καθυστέρηση αξιολόγηση και φορολαίλαπας
Τον πήχη της ανάπτυξης για το 2017 κατεβάζει σημαντικά η Τράπεζα της Ελλάδος επικαλούμενη τη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας, η οποία προκάλεσε σημαντική μείωση των επενδύσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδυνάμωσε την αρχική της πρόβλεψη.
Στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2016-2017, η ΤτΕ τοποθετεί το ρυθμό ανάπτυξης στο 1,6% φέτος, από 2,5% προηγουμένως.
“Μετά την ήπια ύφεση του 2015, το ΑΕΠ παρέμεινε αμετάβλητο το 2016. Η ανοδική τάση του β΄ και γ΄ τριμήνου του 2016 ανακόπηκε το δ΄ τρίμηνο. Το αρνητικό μεταφερόμενο αποτέλεσμα από το τελευταίο τρίμηνο του 2016 αποδυναμώνει την πρόβλεψη ανάπτυξης για το 2017”, εξηγεί.
Απαραίτητες οι μεταρρυθμίσεις
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι παρά τη χειροτέρευση των προβλέψεων για το 2017, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την ανάπτυξη παραμένουν ευοίωνες, εφόσον όμως συνεχιστεί απρόσκοπτα η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη διαδραματίζουν και οι θετικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Σύσταση προς τις τράπεζες
Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών παραμένει πολύ υψηλό και εξακολουθεί να δρα, μέσω ποικίλων διαύλων, ανασχετικά για την πιστοδοτική τους δραστηριότητα.
Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 καταγράφηκε περαιτέρω υποχώρηση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, κυρίως λόγω διαγραφών δανείων (ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο), τα οποία διαμορφώθηκαν σε 105,1 δισεκ. ευρώ ή 45,2% των συνολικών ανοιγμάτων.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, προσφάτως ολοκληρώθηκε η αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου, εξέλιξη που αναμένεται να διευκολύνει τη δραστική υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέχρι το τέλος του 2019.
Συγκεκριμένα, νομοθετήθηκε η εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, προκειμένου να διευκολυνθεί ο συντονισμός μεταξύ τραπεζών και άλλων πιστωτών, συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης.
Θεσπίστηκε η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημόσιων φορέων που ενεργούν με καλή πίστη κατά τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και παράλληλα η εφαρμογή ηλεκτρονικής πλατφόρμας πλειστηριασμών.
Ειδικότερα, η ενεργοποίηση του μηχανισμού για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών εκτιμάται ότι θα έχει καθοριστικό ρόλο, καθώς συγκεντρώνει ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως π.χ. η καθολική αντιμετώπιση των οφειλών στην κατεύθυνση της εξεύρεσης μιας συνολικής λύσης, η οικειοθελής προσέλευση της υπερχρεωμένης επιχείρησης, το συνεκτικό χρονοδιάγραμμα επίλυσης του προβλήματος, η ηλεκτρονική πλατφόρμα διαχείρισης κ.λπ.
Τα πλεονεκτήματα αυτά θα συμβάλουν στην ταχεία, αποτελεσματική και διαφανή συνολική ρύθμιση των χρεών επιχειρήσεων προς ιδιώτες και φορείς του Δημοσίου (π.χ. εφορία, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.), ενώ οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από πλευράς πληροφόρησης και στοιχείων, για τη συμμετοχή στο μηχανισμό, κάνουν δύσκολη την αξιοποίησή του από στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Παράλληλα, θετικά εκτιμάται ότι θα συμβάλει και η ανάπτυξη εφαρμογής για τη διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων, σε συνδυασμό με την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου αναφορικά με τις εταιρίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων με γνώμονα τη διευκόλυνση της εισόδου περισσοτέρων εταιριών στην αγορά. Υπενθυμίζεται ότι μέχρι στιγμής έχουν λάβει άδεια λειτουργίας τέσσερις εταιρίες.
Στο αμέσως προσεχές διάστημα πρέπει οι τράπεζες από την πλευρά τους να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες οφείλουν να εντοπίσουν τις επιχειρήσεις με προοπτικές βιωσιμότητας και να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν έμπρακτα επενδύσεις σε καινοτόμες δραστηριότητες και στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας, ιδίως με εξαγωγικό προσανατολισμό, αξιοποιώντας τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της χώρας.
Για τις περιπτώσεις αυτές, οι τράπεζες θα πρέπει να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμες λύσεις, επιβραβεύοντας έτσι την υπεύθυνη επιχειρηματικότητα. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να γίνουν αυστηρές με τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, καθώς και να προωθήσουν οριστικές λύσεις για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις οι οποίες διατηρούνται τεχνητά στη ζωή.
Άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων
H ΤτΕ τονίζει την ανάγκη να συνεχιστεί η διαδικασία που θα καταλήξει στην άρση όλων των περιορισμών. Κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συντονίζονται με τις βελτιώσεις του κλίματος και τη βαθμιαία αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα.
Υπενθυμίζεται ότι οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων επιβλήθηκαν το 2015 για να ανακόψουν τις ισχυρές τάσεις φυγής κεφαλαίων, λόγω της αβεβαιότητας που επικρατούσε τότε.
Ήταν ένα αναγκαίο μέτρο άμεσης παρέμβασης για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Έκτοτε, και στο βαθμό που περιοριζόταν η αβεβαιότητα, χαλάρωσαν σταδιακά για να διευκολύνουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Οι περιορισμοί είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα, οι οποίες πρέπει να αποτιμηθούν. Η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους εταίρους, έχει αναλάβει τη δέσμευση να εκτιμήσει τις επιπτώσεις αυτές και η σχετική μελέτη είναι υπό εκπόνηση.
Σήμερα, οι εναπομείναντες περιορισμοί είναι μεν σαφώς χαλαρότεροι, δεν παύουν όμως να δημιουργούν προβλήματα. Η ύπαρξη και μόνο πολιτικών κατά παράβαση της βασικής ευρωπαϊκής αρχής της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων αποτελεί εστία αβεβαιότητας που επηρεάζει αρνητικά τις επενδυτικές αποφάσεις.
Τι πετύχαμε με το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης
Οι παρεμβάσεις που προβλέπονται από το νόμο 4472/2017 και τα πρόσθετα μέτρα που ψηφίστηκαν στις 12 Ιουνίου ικανοποιούν τα προαπαιτούμενα της συμφωνίας με τους εταίρους και επέτρεψαν την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Με την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου:
1ον Εκφράζεται σαφώς η θετική εκτίμηση των εταίρων για την πορεία εφαρμογής του προγράμματος και αναγνωρίζεται ρητά ότι η ελληνική πλευρά έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία.
2ον Συνεχίζεται η ροή της χρηματοδότησης που είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν οι άμεσες δανειακές υποχρεώσεις της χώρας και για να εξοφληθεί τμήμα των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα. Η εξόφληση των οφειλών του κράτους θα βελτιώσει τις συνθήκες ρευστότητας του ιδιωτικού τομέα και θα έχει πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομία.
3ον Επαναλαμβάνεται με πιο σαφή τρόπο η κατεύθυνση για αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους μετά το τέλος του προγράμματος το 2018.
4ον Αναγνωρίζεται η δυνατότητα μείωσης του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων σε επίπεδο ίσο προς ή λίγο πάνω από 2% του ΑΕΠ μετά το 2022.
Βελτιώνονται έτσι οι προϋποθέσεις για επιτυχή έξοδο στις αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος με τη στήριξη των εταίρων.
Διαβάστε επίσης: Νέα δημοσκόπηση: Μπροστά η Ν.Δ., ισχυρό χαρτί ο Καραμανλής!