Η Μάχη της Πίνδου ήταν μια από τις αποφασιστικές και δραματικές του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Είχε τελειώσει με θρίαμβο των ελληνικών όπλων και μερίδιο της νίκης αυτής ανήκει, εκτός των άλλων, και στους κατοίκους των χωριών της περιοχής.
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά βοήθησαν τα μάχιμα τμήματα μεταφέροντας τρόφιμα, πυρομαχικά και άλλα εφόδια με την πλάτης τους, επειδή όσα ζώα υπήρχαν στην περιοχή είχαν επιταχθεί. Επίσης βοηθούσαν στη μεταφορά τραυματιών με μεγάλη αυτοθυσία και αυταπάρνηση. Η βοήθεια τους όμως ήταν όμως πολύτιμη και για έναν άλλο λόγο: η επίδειξη του πατριωτισμού τους επιδρούσε θετικά στο ηθικό των μαχητών.
Όπως προαναφέραμε στην μεγάλη νίκη συνέβαλαν πολλά πράγματα. Τα εύσημα όμως πάνε στον Έλληνα στρατιώτη. Πριν τερματιστεί ακόμα ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ο Βρετανός συγγραφέας Κόμπτον Μακένζι έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο “Άνεμος Ελευθερίας” εμπνευσμένο από την πολεμική ιαχή των Ελλήνων “Αέρα! Αέρα!”.
Τα λόγια ενός Βρετανού που ένιωθε απέραντη ευγνωμοσύνη προς τους Έλληνες είναι συγκλονιστικά και αποτελούν πραγματικό ύμνο:
“Η ελληνική άρνηση υποταγής ήταν για την ανθρωπότητα ένας δεύτερος Μαραθώνας και έτσι θα την θεωρήσει η ιστορία όταν τελειώσει αυτός ο φρικτός, μεγάλος πόλεμος. Ο σύγχρονος χρονογράφος τουλάχιστον δεν διστάζει να προβλέψει αυτή την άποψη βεβαιώνοντας ότι αν η Ελλάδα είχε δεχθεί τις απαιτήσεις των άνανδρων Ιταλών θα είχε αλλάξει η ροή των γεγονότων, επειδή η Ρωσία θα είχε συντριβεί το φθινόπωρο του 1941. Η Ελλάδα ήταν αυτή που έσωσε την ψυχή της ανθρωπότητας, αυτή η μικρή ορεινή χώρα η τριγυρισμένη από θάλασσα όπου γεννήθηκε πρώτα η ελευθερία.
Και ο απλός στρατιώτης ήταν εκείνος που έσωσε την Ελλάδα. Η επιδέξια στρατηγική του Μεταξά, ο ταχύς αυτοσχεδιασμός του Γενικού Στρατηγείου, η ταχυκινησία των ορειβατικών πυροβόλων, η γενναιοψυχία του τοπικού πληθυσμού, η ενθουσιώδης συνδρομή της RAF δεν θα ωφελούσαν σε τίποτα αν δεν μπορούσε ο να νιώσει ο κάθε στρατιώτης ότι μέσα του ήταν όλο Ελλάδα και αν δεν σήκωνε τις ευθύνες τόσο αποφασιστικά όσο το τουφέκι του.
….Χωρίς ελπίδα ενισχύσεων ή αντικατάστασης, τρεφόμενος επί μέρες με ό,τι τρόφιμα είχε μαζί του, αντιμετωπίζοντας το δριμύ ψύχος και τις χιονοθύελλες με μια κουβέρτα μόνο, προχώρησε πολεμώντας σε κορφές τρεις χιλιάδες μέτρα ψηλές και πέθανε εκεί για την Ελλάδα, έχοντας στη σκέψη του τις ελιές του χωριού, τα κουδούνια από τα πρόβατα και τα κατσίκια του στα λιβάδια της Αρκαδίας, τα λουσμένα στον αφρό της θάλασσας νησιά του Αιγαίου, τους θορυβώδεις δρόμους της Αθήνας και τα ρυάκια της Θεσσαλίας”.
Ηλίας Σιατούνης
Πηγή: Περιοδικό “Στρατιωτική Ιστορία” τεύχος 98