Στο Δημόσιο φαίνεται να καταλήγουν εκατοντάδες χιλιάδες ακίνητα ιδιωτικής περιουσίας, όχι εξαιτίας δυσθεώρητων οφειλών στην εφορία, αλλά από τις αποποιήσεις κληρονομιών.
Σύμφωνα με την «Καθημερινή», με βάση στοιχεία φορέων της αγοράς ακινήτων, υπολογίζεται ότι το 2017 οι αποποιήσεις κληρονομιών ξεπέρασαν τις 135.000, είτε λόγω αδυναμίας των κληρονόμων να πληρώσουν τον φόρο κληρονομιάς είτε επειδή θεωρούν ότι δεν θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στο μέλλον στο κόστος κατοχής του ακινήτου, λόγω του υψηλού ΕΝΦΙΑ και συμπληρωματικού φόρου. Πρόκειται για χαρακτηριστικό δείγμα της απόγνωσης που έχουν περιέλθει χιλιάδες νοικοκυριά, που, κάτω από την πίεση των οικονομικών δυσκολιών και της βαριάς φορολογίας που συνεπάγεται πλέον η κατοχή ακινήτου, προτιμούν να το εκχωρήσουν στο δημόσιο δίχως αντάλλαγμα.
Ταυτόχρονα, το μεγαλύτερο μέρος των κατοικιών της χώρας παραμένει απαξιωμένο, ενώ η απουσία αγοραστικής ζήτησης είναι δεδομένη. Με αυτό τον τρόπο, δυσχεραίνεται ακόμα και το προφανές, δηλαδή η δυνατότητα των κληρονόμων να εντοπίσουν αγοραστή και, σε συνεννόηση μαζί του, να προχωρήσουν στην αποδοχή κληρονομιάς και έτσι να μπορέσουν να πωλήσουν τουλάχιστον το ακίνητό τους και να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση.
Σύμφωνα με τον ορκωτό εκτιμητή Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο, επιστημονικό σύμβουλο της Solum Property Solutions και πρώην πρόεδρο του Ελληνικού Ινστιτούτου Εκτιμητικής, «το ακίνητο αποτελεί πλέον άγος. Τα χρόνια της κρίσης οι κατοικίες έχασαν κατά μέσον όρο το 45% της αξίας τους και αυτή την περίοδο σημειώνεται μια σταθεροποιητική τάση».
Υπενθυμίζεται ότι, με βάση πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, προκύπτει πως η Ελλάδα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη επιβάρυνση σε ό,τι αφορά τις δαπάνες στέγασης, καθώς ο αριθμός των Ελλήνων που είναι υπερβολικά επιβαρυμένος με δαπάνες στέγασης είναι τετραπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Συγκεκριμένα, το 2016, στην Ελλάδα το ποσοστό των νοικοκυριών τα οποία δαπανούν περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την κάλυψη αναγκών στέγασης ανήλθε σε 40,5%, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος δεν ξεπερνάει το 11,1%. Η εικόνα είναι σχεδόν αμετάβλητη την τελευταία τριετία, καθώς το 2015 το αντίστοιχο ποσοστό είχε ανέλθει σε 40,9%, έναντι 11,3% του μέσου όρου της Ε.Ε. και το 2014 σε 40,7% (11,5% στην Ε.Ε.). Ως δαπάνες στέγασης λογίζονται ο φόρος ή το τέλος που συνδυάζεται με την κατοχή ακινήτου και όλα τα έξοδα για τη συντήρηση και τη διαμονή σε αυτό, όπως π.χ. θέρμανση, ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση, τηλέφωνο κτλ.
Σύμφωνα με τον κ. Χαραλαμπόπουλο, «έχουμε πλέον διαμορφωμένη μια αγορά δύο ταχυτήτων στην Ελλάδα. Η πρώτη αφορά σε ξενοδοχεία, κατοικίες κατάλληλες για βραχυχρόνια μίσθωση, μονοκατοικίες σε περιοχές που δεν έχουν επηρεαστεί από την κρίση, όπως π.χ. η Μύκονος και η Σαντορίνη, σύγχρονα κτίρια αποθηκών και γραφεία πολύ υψηλών προδιαγραφών, που αποτελούν βασική επενδυτική επιλογή των ΑΕΕΑΠ. Η δεύτερη ταχύτητα αφορά όλα τα υπόλοιπα χιλιάδες ακίνητα της χώρας, όπως π.χ. γραφεία και καταστήματα μεγάλης ηλικίας και σε σημεία χαμηλής εμπορικότητας, κατοικίες και παλιά βιομηχανοστάσια που μένουν στα αζήτητα.
Εν τω μεταξύ, ενόψει των νέων αντικειμενικών αξιών που θα ισχύσουν από τις αρχές του 2019, ο κ. Χαραλαμπόπουλος επισημαίνει ότι αυτό που πρέπει να εξετάσουν οι ενδιαφερόμενοι για γονικές παροχές, δωρεές και άλλες μεταβιβάσεις είναι αν η νέα τιμή ζώνης που έχει ανακοινωθεί είναι χαμηλότερη ή υψηλότερη από την παλαιά. «Αν είναι χαμηλότερη κάνουν τη μεταβίβαση από το νέο έτος, ενώ αν η νέα τιμή ζώνης είναι υψηλότερη κάνουν τη μεταβίβαση εντός του 2018», αναφέρει ο κ. Χαραλαμπόπουλος.
Διαβάστε, επίσης:Le Monde: Στην Ελλάδα η μάχη κατά της φοροδιαφυγής δίνει τους πρώτους καρπούς