Ο υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζέεχοφερ δηλώνει έτοιμος να παραιτηθεί, θεωρώντας προφανώς μη ικανοποιητική την “ευρωπαϊκή λύση” για το προσφυγικό που επέτυχε ο καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ.
Στις συζητήσεις που θα διεξαχθούν εκ νέου με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) αργότερα σήμερα, παρέπεμψε ο Αρχηγός των Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) και ομοσπονδιακός υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ όσον αφορά την πρόθεσή του να παραιτηθεί και από τα δύο αξιώματα.
Ο κ. Ζεεχόφερ, κατά την αποχώρησή του από τις διαβουλεύσεις, τόνισε κατ’ επανάληψη ότι το ζήτημα είναι το συμφέρον της Γερμανίας, αλλά και η ικανότητα του κυβερνητικού συνασπισμού να ασκεί τα καθήκοντά του.
Η ενδοκυβερνητική σύγκρουση για το ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών στη Γερμανία οδεύει να μετατραπεί σε κυβερνητική κρίση, τρία χρόνια μετά την απόφαση που πήρε η καγκελάριος της χώρας Άγγελα Μέρκελ να άρει τις πύλες και η χώρα της να υποδεχθεί εκατοντάδες χιλιάδες αιτούντες άσυλο.
Η επικεφαλής της γερμανικής κυβέρνησης εναντιώνεται σε ένα από τα πιο εμβληματικά μέτρα που εισηγήθηκε ο υπουργός της: την προβλεπόμενη επαναπροώθηση στα γερμανικά σύνορα των μεταναστών και των προσφύγων που έχουν καταγραφεί ήδη σε άλλη χώρα μέλος της ΕΕ. Η κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού», που σχηματίστηκε έπειτα από πολλές δυσκολίες τον Μάρτιο, αποτελείται από το CSU, τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της καγκελαρίου και τους σοσιαλδημοκράτες.
Η καγκελάριος Μέρκελ, αρνήθηκε να υποκύψει στην απαίτηση της επαναπροώθησης των μεταναστών και των προσφύγων, φοβούμενη ότι θα ακολουθούσε ντόμινο παρόμοιων κινήσεων σε όλη την Ευρώπη. Ο βαυαρός υπουργός θεωρεί ανεπαρκή τα αποτελέσματα της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και απαιτεί να ληφθούν μέτρα σε εθνικό επίπεδο.
Αν δεν εξευρεθεί συμβιβασμός in extremis, το βαυαρικό κόμμα δεν θα έχει πλέον άλλες επιλογές παρά είτε να αποχωρήσει από την κυβέρνηση, ή να περάσει στην επίθεση. Ο υπουργός Εσωτερικών θα μπορούσε να επιβάλλει τις επαναπροωθήσεις στα σύνορα με μονομερή του απόφαση. Αλλά η καγκελάριος στην περίπτωση αυτή θα καθαιρούσε τον υπουργό της, πράγμα που θα πυροδοτούσε την αποχώρηση της CSU από τον συνασπισμό και το τέλος της κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού», καθώς θα έχανε την πλειοψηφία των εδρών στην Μπούντεσταγκ, την ομοσπονδιακή κάτω Βουλή. Αυτό θα σήμαινε την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Εκτός εάν η καγκελάριος κατάφερνε να παραμείνει στην εξουσία για κάποιο καιρό, επικεφαλής μιας κυβέρνησης μειοψηφίας με συμμάχους μόνο τους σοσιαλδημοκράτες.
Ο σχηματισμός ενός νέου συνασπισμού είναι μια άλλη πιθανότητα με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες να αναζητήσουν ενδεχομένως έναν νέο κυβερνητικό εταίρο για να καλύψει το κενό που θα αφήσουν οι Χριστιανοκοινωνιστές. Θα μπορούσαν για παράδειγμα να προσεγγίσουν είτε τους Φιλελεύθερους, είτε τους Πράσινους, μόνον που στις περιπτώσεις αυτές δεν θα ήταν σίγουρη η θέση της Άνγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία και θα χρειάζονταν επίπονες διαπραγματεύσεις.
Η πιθανότητα νέων εκλογών είναι μια άλλη εναλλακτική σε περίπτωση κατάρρευσης της κυβέρνησης που θα άνοιγε το δρόμο για διάλυση της Βουλής. Βέβαια, η διαδικασία προκήρυξης νέας προσφυγής στις κάλπες είναι περίπλοκη, αλλά είναι μια επιλογή που η Μέρκελ έχει πει παλαιότερα ότι προτιμά από μια κυβέρνηση μειοψηφίας. Αν αποφασίσει ο πρόεδρος της χώρας, Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ να διαλύσει τη βουλή, τότε οι νέες εκλογές θα πρέπει να διεξαχθούν εντός δύο μηνών.