Μεγαλείο από τον Κρητικό επιχειρηματία – Από τους έξι µήνες όπου έµεινε δεµένος µε αλυσίδα σε µια έρηµη µάντρα έξω από το Ρέθυµνο θυµήθηκε µόνο τις ήρεµες στιγµές όταν οι απαγωγείς τού έφερναν βιβλία και εφηµερίδες και του κρατούσαν το χέρι
Πώς είναι άραγε να αναβιώνεις τη φρίκη; Να διασχίζεις ξανά σε µονοπάτια που ένιωσες ότι σε οδηγούσαν σε αδιέξοδο; Να εισπνέεις τον φόβο, να εκπνέεις τη µοναξιά, να µυρίζεις το ενδεχόµενο του θανάτου, να σου δένουν την προοπτική της ελπίδας, να σου κρατούν το βλέµµα κλειστό και τη ζωή σου ανοιχτή σε ένα πιθανό φινάλε; Να αιχµαλωτίζουν την τιµιότητά σου στην ατιµία και την καλοσύνη σου στην παράνοια; Να µεταφράζουν την οντότητά σου σε χρήµα και την ύπαρξή σου σε λύτρα;
Ενας από τους ανθρώπους που θα µπορούσε να δώσει απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήµατα είναι ο επιχειρηµατίας Μιχάλης Λεµπιδάκης. Ο άνθρωπος που επί 186 ολόκληρες ηµέρες έµεινε αιχµάλωτος στα χέρια παρανοϊκών που δεν είχαν να του προσάψουν τίποτα παραπάνω πέρα από την κατάκτηση µιας υπέρµετρης και πολυεπίπεδης επιτυχίας που στον δικό τους µονοδιάστατο εγκέφαλο µεταφραζόταν µόνο σε χρήµα. Το τελευταίο ήθελαν απεγνωσµένα, για το τελευταίο αποφάσισαν να απαρνηθούν οικογένειες, µνήµες και τον µέχρι πρότινος έντιµο βίο τους. Στις 30 Μαρτίου του 2017 απήγαγαν τον Μιχάλη Λεµπιδάκη, στις 13 ∆εκεµβρίου του 2018 κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουµένου απέναντι στον άνθρωπο που θα είχε κάθε λόγο και κάθε δικαίωµα να ρίξει πάνω τους το βάρος της αιχµαλωσίας που τον υποχρέωσαν να σηκώσει επί έξι ολόκληρους µήνες. ∆εν το έπραξε. Η µεγάλη καρδιά του δεν σήκωσε τη µικρότητα της εκδίκησης. Ο Μιχάλης Λεµπιδάκης γύρισε την πλάτη σε έναν κόσµο που διψάει για βεντέτες, βουλιάζει σε «κατηγορώ», τέµνεται από οργή και τρέφεται από αντίποινα, αποδεικνύοντας ότι η πραγµατική περιουσία του, αυτή που κανείς δεν µπορεί να του πάρει, είναι η δύναµή του να είναι άνθρωπος…
Η µεγαλύτερη σε διάρκεια απαγωγή στην Ελλάδα
Είναι νωρίς το απόγευµα της Πέµπτης 30 Μαρτίου 2017 όταν ο 54χρονος Μιχάλης Λεµπιδάκης, διευθύνων σύµβουλος της εταιρείας Πλαστικά Κρήτης και γνωστός για την οικονοµική επιφάνεια της οικογένειάς του πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας, κατευθύνεται µε το αυτοκίνητό του από το Ηράκλειο προς το σπίτι του. Είναι µόνος, ποτέ δεν σκέφτηκε να πάρει µέτρα για την προσωπική του ασφάλεια, ουδέποτε του πέρασε από τον νου ότι κινδυνεύει από κάποιον. Πολύ κοντά στο Πανεπιστηµιακό Νοσοκοµείο Κρήτης, ο κίνδυνος τον κυκλώνει για πρώτη φορά. Η ενέδρα των απαγωγέων, ένα στηµένο τροχαίο µέσα στη βροχή που εκτυλίσσεται µπροστά στο ανυποψίαστο βλέµµα του Λεµπιδάκη, τον οδηγεί έξω από το αυτοκίνητό του και από κει στην αιχµαλωσία.
Οι απαγωγείς αφήνουν πίσω τους το πολυτελές αυτοκίνητο του επιχειρηµατία και το κινητό του τηλέφωνο ριγµένο στο κάθισµα βυθίζοντας σε βασανιστική αγωνία τα µέλη της οικογένειάς του. Η επιλογή της σιωπής από την πλευρά των δραστών ανεβάζει στα ύψη την ανησυχία των δικών του ανθρώπων, ενώ η πρώτη επικοινωνία µαζί τους, αρκετές ηµέρες µετά την απαγωγή, γκρεµίζει τις ελπίδες τους να ξαναδούν ζωντανό τον άνθρωπό τους. Οι απαγωγείς ζητούν αρχικά το αστρονοµικό ποσό των 100 εκατ. ευρώ, για να πέσουν στη συνεχεία στα 50 εκατ. ευρώ. Η οικογένεια αδυνατεί να µαζέψει το εν λόγω ποσό, εκείνοι πιέζουν παίζοντας µαζί τους παιχνίδια που τους οδηγούν συχνά στα όρια της ψυχολογικής βίας και της συναισθηµατικής κατάρρευσης. Περνούν έξι µήνες. Κάποιοι πιστεύουν ότι το τέλος του Μιχάλη Λεµπιδάκη είναι πλέον το µοναδικό σενάριο αυτής της µακάβριας ιστορίας. Ευτυχώς, κάνουν λάθος.
Το ηµερολόγιο γράφει 2 Οκτωβρίου 2017 και τα ρολόγια δείχνουν 7.30 το πρωί όταν αστυνοµικοί των ειδικών αποστολών του νησιού µε συναδέλφους τους από τις ∆ιευθύνσεις Ασφαλείας Ρεθύµνου και Ηρακλείου περικυκλώνουν το κρησφύγετο στο οποίο βρίσκεται αιχµάλωτος ο επιχειρηµατίας -µια µάντρα αυτοκινήτων 3 χιλιόµετρα έξω από την πόλη του Ρεθύµνου, στη γέφυρα της Ζουρίδας-, εξουδετερώνουν τον φρουρό που τον κρατά αιχµάλωτο και τον απελευθερώνουν.
∆εµένος µε αλυσίδα
Εκείνος είναι ξαπλωµένος πάνω σε ένα στρώµα στο πάτωµα δεµένος από το πόδι µε αλυσίδα. ∆εν µπορεί να αρθρώσει ούτε µία λέξη, µετά βίας βγαίνει από τα χείλη του ένα «ευχαριστώ», τα δάκρυα τρέχουν ποτάµι στο πρόσωπό του. Σε µία παράλληλη επιχείρηση, οι απαγωγείς συλλαµβάνονται, το πανελλήνιο ζητά την παραδειγµατική τιµωρία τους, ο Λεµπιδάκης παραµένει σιωπηλός, µακριά από ηχηρές δηλώσεις και δακρύβρεχτες συνεντεύξεις. Το µόνο που δηλώνει έναν µήνα µετά την απελευθέρωσή του είναι: «Είµαι καλά. ∆εν κάνω σκέψεις, δεν έχω εφιάλτες. Συνεχίζω τη ζωή µου. Θέλω να συνεχίσω να ζω όπως ζούσα και πριν, να ξαναπεράσω στην αφάνεια. Υπάρχουν άνθρωποι, τόσο στον τόπο µας όσο και σε ολόκληρο τον κόσµο, που υποφέρουν πολύ περισσότερο απ’ όσο εγώ αυτό το διάστηµα. Αρκεί να κάνει κάποιος µια βόλτα σε ένα νοσοκοµείο και να δει ανθρώπους που πραγµατικά υποφέρουν, όχι για έξι µήνες αλλά για πολύ περισσότερο χρονικό διάστηµα και µάλιστα χωρίς ελπίδα. Πολύ περισσότερο να πάµε στα στρατόπεδα των προσφύγων που τα βλέπουµε στις ειδήσεις, σε χώρες σε εµπόλεµη κατάσταση µε καταστροφές. Εποµένως, δεν ξέρω γιατί δίνετε τόσο πολλή προσοχή στη δική µου περίπτωση. Υπέφερα έξι µήνες, όµως άλλοι άνθρωποι υποφέρουν πολύ περισσότερο. Νοµίζω, λοιπόν, ότι η δική µου εµπειρία δεν είναι η χειρότερη που θα µπορούσε να συµβεί σ’ έναν άνθρωπο»…
Η χειραψία µε τους δράστες
Το πρωινό της περασµένης Πέµπτης ο Μιχάλης Λεµπιδάκης µε την ευγενική φυσιογνωµία, τον καθαρό λόγο και το αφοπλιστικό χαµόγελο έφτασε στο Τριµελές Πληµµελειοδικείο Ηρακλείου και στάθηκε απέναντι στους 12 κατηγορούµενους για την απαγωγή του. Ο ίδιος µε τη στάση του παρέδωσε για µία ακόµη φορά µαθήµατα ζωής. Αφού περιορίστηκε σε ένα «όλα καλά» µπροστά σε κάµερες και δηµοσιογράφους και χαιρέτησε διά χειραψίας τους απαγωγείς του (!), ξεκίνησε να περιγράφει ήρεµα τις 186 ηµέρες που έζησε στα χέρια των απαγωγέων του. Ηταν µάλιστα τόσο ευγενικός που, σύµφωνα µε τα τοπικά µέσα ενηµέρωσης, «η έδρα του δικαστηρίου τού επεσήµανε αρκετές φορές ότι εµφανίζεται ιδιαίτερα ήπιος απέναντι στους απαγωγείς του και ότι µάλλον δεν θέλει να βοηθήσει ώστε να αποδοθεί σωστά η δικαιοσύνη στην υπόθεση αυτή». Ο επιχειρηµατίας ωστόσο, παρά τις εν λόγω παρατηρήσεις, συνέχισε να µιλά έτσι όπως του υπαγόρευαν ο νους και η συνείδησή του. Στην πολύωρη κατάθεσή του αναφέρθηκε ονοµαστικά σε κάποιους από τους κατηγορούµενους υποστηρίζοντας ότι όλο αυτό το διάστηµα όχι µόνο ήρθαν κοντά, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις, όταν τα πράγµατα ήταν δύσκολα, «οι άνθρωποι αυτοί µου κράτησαν το χέρι».
Παραδέχτηκε ότι είχε αναπτύξει σχέσεις µαζί τους, συνοµιλούσαν, έπαιζαν ξερή και ένας από αυτούς έµπλεξε στην υπόθεση επειδή είχε πέσει θύµα εκβιασµού. Υποστήριξε ότι οι απαγωγείς του τον βοήθησαν να παραµείνει «πνευµατικά ισορροπηµένος και διαυγής» δίνοντάς του κάποια ηρεµιστικά χάπια, ότι ο ένας εξ αυτών του είχε προτείνει να παραστήσει τον ασθενή για να εµποδίσει τη µεταφορά του εκτός Κρήτης και δύο του κρατούσαν συχνά το χέρι για να τον παρηγορήσουν. «Αυτοί µε τους οποίους ήρθα σε επαφή ήταν κακοποιοί αλλά όχι δολοφόνοι», τόνισε χαρακτηριστικά αφήνοντας άναυδο ένα ολόκληρο ακροατήριο που αναρωτιόταν πώς µια ψυχή µπορεί να χωρέσει τόσους τόνους ανθρωπιάς.
Χιούµορ και άφεση αµαρτιών
Μεγάλη αίσθηση επίσης έκανε το γεγονός ότι ακόµη και τις στιγµές που ο Μιχάλης Λεµπιδάκης εξιστορούσε ενώπιον του δικαστηρίου τις σκληρές συνθήκες κράτησής του, δεν προσέδωσε σε αυτές µελοδραµατικούς τόνους αλλά χιούµορ και άφεση αµαρτιών: «Οταν µε απήγαγαν, ο ένας από αυτούς ρε ρώτησε αν είµαι τσιπαρισµένος. Φαίνεται το είχε δει σε ταινία του Σταλόνε… Υστερα κατάλαβα ότι ήµουν σε ένα ορεινό µέρος αλλά δεν ήξερα πού και όσους έβλεπα δεν µπορούσα να τους αναγνωρίσω γιατί φορούσαν γυαλιά ηλίου και κουκούλα. Εκείνοι µου έλεγαν ότι δεν υπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος για τη ζωή µου. Ηµουν συνέχεια δεµένος. Σε αυτούς τους έξι µήνες έκανα µπάνιο τέσσερις φορές σε µια σκάφη και άλλαξα ρούχα τρεις. Ωστόσο, έτρωγα καλό φαγητό, µε άφηναν να βλέπω τηλεόραση και µου έφερναν κάποια βιβλία και εφηµερίδες… Οχι, δεν νιώθω µίσος γι’ αυτούς τους ανθρώπους παρά µόνο λύπη για τους ίδιους και τις οικογένειές τους καθώς θα αναγκαστούν τώρα να βρεθούν στη φυλακή. Οµως η δικαιοσύνη είναι η ασπίδα της κοινωνίας και θα πράξει το καθήκον της».
Καµία λέξη, καµία φράση, καµία πρόταση του Μιχάλη Λεµπιδάκη δεν ποτίστηκε από µίσος, µένος ή οργή απέναντι στους ανθρώπους που του στέρησαν την ελευθερία επί έξι ολόκληρους µήνες. Ο επιχειρηµατίας αρνήθηκε σθεναρά να υποβιβάσει την ψυχή του, ακόµη κι αν αυτός ο υποβιβασµός είχε πολλές πιθανότητες να σηµάνει τον «προβιβασµό» των δραστών σε µεγαλύτερες ποινές. Για τον Μιχάλη Λεµπιδάκη µια τέτοια σκέψη είναι αδιάφορη. Αλλωστε, η µεγάλη διαφορά του σε σχέση µε τους περισσότερους είναι ότι δεν αρκέστηκε µόνο στα λόγια, αλλά πέρασε στην εφαρµογή της φράσης του µεγάλου Γκάντι: …«Το µόνο αποτέλεσµα που θα έχει το ‘‘οφθαλµόν αντί οφθαλµού’’ είναι ότι εν τέλει θα κάνει όλον τον κόσµο τυφλό»
Διαβάστε, επίσης: