Σε σημαντικό εχθρό για την ανθρώπινη υγεία μπορεί να εξελιχθεί η αυξημένη ένταση θορύβου, λόγω και του αυξημένου προσδόκιμου ζωής των ανθρώπων, καθώς η έκθεση σε αυτόν από μικρή ηλικία -και για περισσότερα χρόνια λόγω της αυξημένης μακροβιότητας- μπορεί να επηρεάσει το ακουστικό σύστημα και τον εγκέφαλό μας. Τα παραπάνω προκύπτουν από όσα επισήμανε, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ, “Πρακτορείο 104,9 FM”, η επίκουρη καθηγήτρια του ΑΠΘ, υπεύθυνη του Ιατρείου Ψυχοακουστικής του ΑΧΕΠΑ, Βασιλική-Μαρία Ηλιάδου.
Αν το δημογραφικό αποτελεί εθνικό ζήτημα μέχρι σήμερα για τις χώρες που έχουν προσαρμοστεί στον επονομαζόμενο “δυτικό” τρόπο ζωής, ο επιστημονικός κόσμος εστιάζει πλέον την προσοχή του και στην πραγματικότητα της διαφορετικής ηλικιακής σύστασης του πληθυσμού. “Υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια τάση, καθώς σε επίπεδο Ευρώπης αλλά και παγκοσμίως αυξάνεται η μέση ηλικία του πληθυσμού, να θεωρούμε πως πρέπει να μετατοπίσουμε το ενδιαφέρον μας και σε μεγαλύτερες ηλικίες”, τόνισε. Ωστόσο, συνδυάζοντας την αύξηση του προσδόκιμου ζωής με την επίπτωση που μπορεί να έχει η πιο παρατεταμένη -λόγω μακροβιότητας- έκθεση των ανθρώπων σε επιβαρυντικές συνθήκες, όπως ο θόρυβος, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, λέει: “Με αυτό το σκεπτικό, η σκέψη ότι μπορεί απευθείας από πολύ μικρές ηλικίες να επηρεαστεί το ακουστικό μας σύστημα και ο εγκέφαλος από τον θόρυβο” μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αυξημένη ένταση θορύβου μπορεί να είναι εκ των κορυφαίων εχθρών της ανθρώπινης υγείας.
Παραμετροποιώντας δε τα δεδομένα η υπεύθυνη του Ιατρείου Ψυχοακουστικής τόνισε πως “στην πραγματικότητα ο εχθρός είναι η αυξημένη ένταση” ενώ αναφέρθηκε εκτενώς και στο πώς επιδρά αυτή η πραγματικότητα στη μαθησιακή διαδικασία. «Υπάρχουν κάποιοι μαθητές, που μπορεί ενώ ακούνε φυσιολογικά σε ήσυχες συνθήκες, να μην τους επιτρέπεται συνολικά από το ακουστικό τους σύστημα, περιφερικό και κεντρικό, να ακούσουν με την ίδια ευκολία σε θόρυβο. Όλοι δυσκολευόμαστε στο θόρυβο αλλά όταν αυτό ξεπερνάει το φυσιολογικό, τότε έχουμε εκεί μια κατάσταση που λέγεται ‘διαταραχή ακουστικής επεξεργασίας’, συχνά την αναφέρουν και ως κεντρική διαταραχή, και εκεί μπορεί τα παιδιά πραγματικά να δυσκολεύονται πάρα πολύ το κομμάτι της μάθησης» εξήγησε η ειδική επιστήμονας.
Η κα Ηλιάδου δεν παρέλειψε δε να αναφερθεί και στις μελέτες που τοποθετούν την Ελλάδα σε μια ιδιαίτερη θέση, σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης. “Ως μεσογειακή χώρα έχουμε εκ των προτέρων μεγαλύτερο θόρυβο μέσα στις τάξεις μας, κάτι που είναι γνωστό κι έχει καταγραφεί και στην Ιταλία και στη Μάλτα. Όλες οι μεσογειακές χώρες ξεπερνούν τα προβλεπόμενα ανώτατα όρια θορύβου μέσα στη σχολική αίθουσα. Αυτές οι μελέτες γίνονται στη κεντρική Ευρώπη όπου τα πράγματα είναι διαφορετικά, υπάρχουν π.χ μοκέτες κάτω στις αίθουσες ή υπάρχουν και πιο μαλακές επιφάνειες που απορροφούν τον ήχο και άρα έχουμε (σ.σ σε αυτές τις χώρες και στα σχολεία τους) λιγότερη πρόσμειξη θορύβου στις ακουστικές πληροφορίες που προσλαμβάνει το παιδί” εξήγησε.
Τι μας λένε τα επιστημονικά δεδομένα
Ένα ερώτημα που σαφώς προκύπτει από το παραπάνω δεδομένα είναι αν τα ελληνόπουλα, με βάση αυτές τις διαφορές, μειονεκτούν σε σχέση με μαθητές αυτών των χωρών όταν το γνωστικό αντικείμενο είναι στο ίδιο επίπεδο, αλλά οι συνθήκες είναι τόσο διαφορετικές μέσα στις τάξεις. “Σαφώς, εάν υπάρχει κάποιο πρόβλημα σε ιατρικό επίπεδο, κάποιο θέμα δηλαδή στο πώς προσλαμβάνει την πληροφορία το σύστημά του, θα δυσκολευτεί παραπάνω στο δικό μας σχολικό περιβάλλον από ό,τι π.χ στη Φινλανδία ή στη Νορβηγία” ανέφερε η κα Ηλιάδου που τόνισε πως στο Εργαστήριο Ψυχοακουστικής στο ΑΧΕΠΑ, στο οποίο είναι υπεύθυνη, γίνονται αναλύσεις για κάθε παιδί ξεχωριστά, “προκειμένου να προσδιορίσουμε συγκεκριμένα, τι επιπέδου δυσκολίες (αντιμετωπίζει), πόσες είναι αυτές και στη συνέχεια να δώσουμε κατευθύνσεις για μια κυρίως ακουστική εκπαίδευση που στοχεύσει πάνω σε αυτά τα ελλείμματα γνωρίζοντας όμως πόσο και ποιο είναι αυτό το έλλειμμα με πάρα πολύ καλά αποτελέσματα, λόγω της νευροπλαστικότητας του εγκεφάλου” όπως εξήγησε.
“Το κεντρικό ακουστικό νευρικό σύστημα συνεχίζει να ωριμάζει μέχρι τα 12 με 13 χρόνια, αν και βέβαια μπορούμε να παρέμβουμε και σε άλλες, μεγαλύτερες ηλικίες, κάτι που σημαίνει ότι ανάλογα με το πώς μαθαίνουν να χειρίζονται τα παιδιά την ακουστική πληροφορία όταν κάνουν κάτι ενεργητικά, έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν και την κατάσταση ως προς τη δυσκολία που ενδεχομένως έχουν αρχικά” πρόσθεσε, μια διαδικασία πάντως που σημαίνει πως είναι η ακουστική πληροφορία και ο τρόπος με τον οποίο θα τη λάβουν τα παιδιά, που μπορεί να έχει σημαντικά αποτελέσματα στην εξέλιξη των εγκεφάλων τους: “επικοινωνούν, σαν να λέμε, πιο γρήγορα και πιο εύκολα οι νευρώνες τους”, εξήγησε ο κα Ηλιάδου.
“Τα παιδιά αυτά μπορεί να ‘φαίνεται’ ότι έχουν θέματα διάσπασης προσοχής και στην πραγματικότητα αυτό να είναι κάτι δευτερογενές. Κάποιος βλέπετε που δυσκολεύεται να ακούσει σε αυτό το περιβάλλον, ιδιαίτερα ένα παιδί, είναι πιο εύκολο να παραιτηθεί και άρα να δώσει την εικόνα ότι δεν προσέχει, είναι αφηρημένο ή δεν ενδιαφέρεται” κατέληξε η Ελληνίδα επιστήμων, που δεν παρέλειψε όμως να τονίσει πως μια υπερβολική αντίδραση δεν αποτελεί λύση. “Δεν χρειάζεται βέβαια από την άλλη να βάλουμε και το παιδί ‘στη γυάλα’ αφού χρειάζεται να έχει και την έκθεση στα διάφορα ερεθίσματα, ώστε να προσαρμόζεται και το νευρικό σύστημα και να μην θεωρεί (σ.σ. πως ο θόρυβος) είναι κάτι ιδιαιτέρως εχθρικό, να μπορεί να το ανεχτεί”, κατέληξε η κα Ηλιάδη.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ