Σαν χθες, την 1η Αυγούστου 1819, γεννιόταν ένας τιτάνας των αμερικανικών και παγκόσμιων γραμμάτων, ο Χέρμαν Μέλβιλ, που έμελε να κληροδοτήσει στην ανθρωπότητα δύο τεράστια κείμενα, το μυθιστόρημα «Μόμπι Ντικ» και το διήγημα «Μπάρτλεμπι, ο γραφέας», που ακόμη διαβάζονται με πάθος και ερμηνεύονται, συζητιούνται και ορθοτομούνται κριτικά με άσβεστο ζήλο.
Τρίτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, ο Μέλβιλ έχασε τον πατέρα του σε ηλικία 14 ετών και για να κερδίσει τα προς το ζην χρειάσθηκε να εργασθεί σε πλήθος επαγγέλματα, γύρισε τον κόσμο, έγινε φαλαινοθήρας, αιχμαλωτίσθηκε στις νότιες θάλασσες και κρατήθηκε από μία φυλή κανιβάλων και απέδρασε, μέχρι που άρχισε να γράφει. Τα πρώτα του γραπτά, που αντλούσαν έμπνευση από τις προσωπικές του περιπέτειες, τον έκαναν σχετικά γνωστό. Όταν το 1851, όταν δημοσίευσε το «Μόμπι Ντικ», το έργο του πέρασε αρχικά απαρατήρητο. ‘Επρεπε να περιμένει πολλές δεκαετίες αργότερα, όταν οι κριτικοί του 20ου αιώνα το αποθέωσαν ως έργο με μεγάλη σημειολογικό βάθος, με αποτέλεσμα το μυθιστόρημά και ο συγγραφέας του να ανέλθουν σε μεγαλύτερη περιωπή στο πάνθεον της λογοτεχνίας. Η εκατονταετηρίδα από τη γέννησή του, το 1919, στάθηκε η αφετηρία για την αναγέννηση του έργου του, ένα αληθινό Melville Revival, ενώ το αδημοσίευτο εν ζωή μυθιστόρημά του «Μπίλι Μπαντ» εκδόθηκε το 1924 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Ωστόσο, στην εποχή του τα πράγματα για τον Μέλβιλ δεν εξελίχθηκαν ευνοϊκά. Οι κακοτυχίες που τον κατέτρεχαν τον έφεραν να εργάζεται ως άσημος επιθεωρητής των τελωνείων ως το 1866. Η ζωή τού συμπεριφέρθηκε με σκληρότητα, είδε έναν από τους γιούς του να αυτοκτονεί, το 1857, και πέθανε ξεχασμένος κι άσημος το 1899.
Ο ίδιος ο Μέλβιλ δεν θέλησε ποτέ να αναγνωσθεί ο Μόμπι Ντικ, ως μία αλληγορία για το καλό, ή το κακό. Η λευκή φάλαινα, που κυνηγά εμμονικά και παθιασμένα ο πλοίαρχος Έιχαμπ, πρόθυμος να θυσιάσει το πλήρωμα, το πλοίο του Pequod και την ίδια τη ζωή του, αντιπροσωπεύει τη μανία του ανθρώπου μπροστά στο αβυθομέτρητο και το άγνωστο. «Αυτό το άγνωρο πλάσμα είναι εκείνο που μισώ όσο τίποτε άλλο. Θέλω να πνίξω σε αυτό το μίσος μου», τόνιζε ο πλοίαρχος στο πλήρωμά του. Η μανία του αυτή έσπρωχνε τον Έιχαμπ στο να συστρατεύσει όλους στην ανεξάντλητη και υπέρογκη τούτη μάχη, στον εξακοντισμό προς το άγνωστο και απρόβλεπτο.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ