Μια δίαιτα ολικής χορτοφαγίας (vegan) θα ήταν λιγότερο βλαπτική για το περιβάλλον, όμως και άλλες δίαιτες, πιο ευέλικτες, θα μπορούσαν να έχουν παρόμοια θετικά αποτελέσματα, σύμφωνα με μια μελέτη στην οποία οι επιστήμονες εξέτασαν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα εννέα διαφορετικών ειδών διατροφής σε 140 χώρες.
Τον Αύγουστο, ειδικοί του ΟΗΕ επισήμαιναν σε μια έκθεσή τους ότι είναι αναγκαίο να αλλάξουμε τις διατροφικές συνήθειές μας για να καταπολεμήσουμε την κλιματική αλλαγή.
Τώρα, επιστήμονες του πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς μελέτησαν τις επιπτώσεις που θα είχαν εννέα διαφορετικές δίαιτες (από vegan, χωρίς καμία ζωική πρωτεΐνη, μέχρι μια διατροφή που περιλαμβάνει έξι ημέρες κρέας και μόνο μία χωρίς την εβδομάδα) σε 140 χώρες για τις οποίες ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) διαθέτει αξιόπιστα δεδομένα όσον αφορά το διατροφικό ισοζύγιο.
Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, που δημοσιεύτηκε σήμερα στην επιθεώρηση Gloval Environmental Change, “η στροφή προς τις δίαιτες που επικεντρώνονται στα λαχανικά είναι ουσιώδους σημασίας προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι” του ΟΗΕ για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Εάν και οι 140 χώρες που μελετήθηκαν υιοθετούσαν μια διατροφή παρόμοια με εκείνη των αναπτυγμένων χωρών του ΟΟΣΑ, αυξάνοντας δηλαδή σημαντικά την κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων, το ανθρακικό αποτύπωμα κατά κεφαλή θα αυξανόταν κατά 135% και το υδατικό αποτύπωμα κατά 47%.
Αντιθέτως, μια διατροφή αυστηρής χορτοφαγίας θα μείωνε κατά 70% το ανθρακικό αποτύπωμα ανά κάτοικο και θα ήταν εκείνη με τις λιγότερες εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, στο 97% των χωρών που μελετήθηκαν.
Ωστόσο, άλλες δίαιτες που περιλαμβάνουν την κατανάλωση μικρών ψαριών (σαρδέςλες ή ρέγγες), μαλακίων ή εντόμων, παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευελιξία και οι πρωτεΐνες που παρέχουν μπορεί να είναι απολύτως αναγκαίες για ορισμένους πληθυσμούς, για παράδειγμα σε χώρες με προβλήματα υποσιτισμού. Και αυτές οι δίαιτες είναι εξίσου ευεργετικές για το περιβάλλον.
Μετά την ολική χορτοφαγία, ακολουθούν κατά σειρά η δίαιτα κατά τα δύο τρίτα vegan (ένα γεύμα στα τρία), η χορτοφαγία που περιλαμβάνει αυγά και γαλακτοκομικά προϊόντα, η ψαροφαγία (μοναδική πηγή πρωτεΐνης τα ψάρια), χωρίς κόκκινο κρέας, χωρίς γαλακτοκομικά, με λίγο κόκκινο κρέας και, στην τελευταία θέση, η δίαιτα κατά την οποία έξι στις επτά ημέρες περιλαμβάνουν κρέας. Οι επτά πρώτες δίαιτες θα μείωναν το παγκόσμιο ανθρακικό και το υδατικό αποτύπωμα, εφόσον τις υιοθετούσαν και οι 140 χώρες. Οι δύο τελευταίες, από την άλλη, θα το αύξαιναν.
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το κρέας που προέρχεται από μηρυκαστικά (βοοειδή) έχει και το μεγαλύτερο ανθρακικό αποτύπωμα: κατά μέσο όρο, κάθε μερίδα έχει 316 φορές μεγαλύτερο αποτύπωμα από τα λαχανικά, 125 φορές μεγαλύτερο από τους ξηρούς καρπούς και τα σιτηρά και 40 φορές μεγαλύτερο από τη σόγια.
Οι ερευνητές της μελέτης πάντως δεν έχουν λάβει υπόψιν τους και τις παραμέτρους που θα έχει μια υποτιθέμενη καθολική χορτοφαγική διατροφή, μιας και κάτι τέτοιο είναι στην σφαίρα του εξωπραγματικού. Μια τέτοια παράμετρος είναι και τι θα γίνουν όλα αυτά τα δισεκατομμύρια των ζώων που θα ελευθερωθούν μετά την εφαρμογή της χορτοφαγικής διατροφής, όπως και επίσης και τις επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων από την μη κατανάλωση κρέατος.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ