Περισσότερες από 16.000 Χριστιανικές φορητές εικόνες, ψηφιδωτά και τοιχογραφίες, τα οποία χρονολογούνται στον 6ο και 5ο αιώνα, έχουν βίαια κλαπεί και πωληθεί στο εξωτερικό μετά την τουρκική εισβολή του 1974, σύμφωνα με τον Υπεύθυνο του Γραφείου Καταπολέμησης Παράνομης Κατοχής και Διακίνησης Αρχαιοτήτων της Αστυνομίας, Μιχάλη Γαβριηλίδη.
Μιλώντας κατά τη διάρκεια διάλεξης που έδωσε τη Δευτέρα το βράδυ στην Ερευνητική Μονάδα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, με θέμα «Αρχαιοκαπηλία στην Κύπρο, Δράσεις και Ενέργειες για την Πρόληψη και Καταπολέμηση του εγκληματικού φαινομένο», ο Μ. Γαβριηλίδης είπε πως μετά τη λεηλασία της Κύπρου το 1974, έργα Βυζαντινής τέχνης εντοπίστηκαν ακόμη και στην Ιαπωνία (Βημόθυρα της Περιστερωνοπηγής, στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο Kinazawa).
Πρόσθεσε πως γίνονται προσπάθειες επαναπατρισμού τους και πως ευελπιστεί σύντομα να τα έχουμε πίσω στην Κύπρο.
Όπως επεσήμανε, η παράνομη εμπορία/ διακίνηση πολιτιστικών αγαθών αποτελεί ένα από τα πιο σοβαρά είδη εγκλήματος που αντιμετωπίζει ο κόσμος σήμερα. «Το ετήσιο κόστος από την παράνομη εμπορία/διακίνηση έργων τέχνης και πολιτιστικών αγαθών παγκοσμίως, σημείωσε, υπολογίζεται να είναι περισσότερο από δέκα δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ δεκάδες χιλιάδες τεχνήματα, έργα τέχνης υπόκεινται σε κλοπή μόνο στην Ευρώπη, κάθε χρόνο. Την ίδια στιγμή, η παράνομη εμπορία/διακίνηση έργων Τέχνης αποτελεί ένα από τα πιο σοβαρά αδικήματα, παγκοσμίως. Αυτό το γεγονός υποχρεώνει τις αστυνομικές αρχές και άλλες υπηρεσίες επιβολής του νόμου, να χειριστούν επαγγελματικά το θέμα και να αντιμετωπίσουν αυτή τη μορφή εγκληματικότητας», ανέφερε.
Ο Μ. Γαβριηλίδης σημείωσε, ακόμη, πως η διεθνής κοινότητα έχει γίνει περισσότερο ευαίσθητη αναφορικά με αυτό το θέμα, ιδιαίτερα μετά την καταστροφή στην Παλμύρα στη Συρία, κάτι που δεν επέδειξαν για άλλες χώρες που υπέστησαν παρόμοια καταστροφή, όπως την Κύπρο. Το Συμβούλιο της Ε.Ε, η INTERPOL, η EUROPOL και άλλα διεθνή σώματα (UNESCO, WCO, κ.τ.λ.) εργάζονται πλέον προς αυτή την κατεύθυνση, κάτι που ευνοεί πλέον και τις δικές μας προσπάθειες, σημείωσε.
«Η παράνομη διακίνηση πολιτιστικής κληρονομιάς, είναι ένα διεθνές έγκλημα από το οποίο υποφέρουν πάρα πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος, κυρίως μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Πρόκειται για μια μάστιγα που πλήττει, τόσο τις χώρες προέλευσης, όσο και τις χώρες διέλευσης και τελικού προορισμού των κλεμμένων έργων. Μόνο και μόνο να απαριθμήσουμε τις χώρες των οποίων η πολιτιστική κληρονομιά γίνεται λεία των αρχαιοκάπηλων τα τελευταία χρόνια, θα διαπιστωθεί το μέγεθος του εγκλήματος: Συρία, Αίγυπτος, Αφγανιστάν, Ιράκ και Κύπρος και άλλες πολλές παγκόσμια», επεσήμανε.
Είπε ακόμη πως αν αναλογιστούμε τις συλλογές των μεγαλύτερων μουσείων του κόσμου ή ξεφυλλίσουμε τους καταλόγους τους θα διαπιστώσουμε ότι αυτά είναι γεμάτα από έργα τέχνης άλλων χωρών (Βρετανικό Μουσείο, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης, Λούβρου κα). Αναφέρθηκε εξάλλου στον διπλωμάτη και αυτοσχέδιο αρχαιολόγο Cesnola, ο οποίος, τον 19ο αιώνα, ανέσκαψε 65 νεκροπόλεις (60.932 τάφους 35.573 έργα τέχνης) στην Κύπρο, και διέπραξε μια απ’ τις φρικαλεότερες τυμβωρυχίες της ιστορίας της ανθρωπότητας.
Αναφερόμενος στη δράση του Γραφείου για Καταπολέμηση της Παράνομης Κατοχής και Διακίνησης Αρχαιοτήτων της Αστυνομίας που δημιουργήθηκε τον Αύγουστο του 1998, ο M. Γαβριηλίδης είπε, μεταξύ άλλων, πως εφαρμόζεται μια πολυτομειακή προσέγγιση, η οποία διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην στενή συνεργασία με κυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς οργανισμούς.
Ανέφερε πως η ίδρυση της «Εθνικής Επιτροπής για την Καταπολέμηση των Κλοπών και της Παράνομης Διακίνησης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» έχει καταστήσει τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών πιο αποτελεσματική και έχει άμεσο αντίκτυπο στις προσπάθειες περιορισμού της παράνομης διακίνησης και συντονισμού των προσπαθειών επιστροφής και αποκατάστασης. Η Επιτροπή αποτελείται από εμπειρογνώμονες/ εκπροσώπους του Τμήματος Αρχαιοτήτων, του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, της Νομικής Υπηρεσίας, της Αστυνομίας, του Τμήματος Τελωνείων, του Υπουργείου Εξωτερικών, των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και της Εκκλησίας.
Σημείωσε πως στον τομέα της πρόληψης, η Αστυνομία παρακολουθεί και προστατεύει συστηματικά ευαίσθητες περιοχές και κτίρια, πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς (μουσεία, εκκλησίες, αρχαιολογικούς χώρους κλπ.). Επιπλέον, η Ναυτική Αστυνομία εκτελεί συχνές θαλάσσιες περιπολίες και ελέγχους σε θαλάσσια σκάφη, επεσήμανε, ενώ αναφέρθηκε και στην πολύ αποτελεσματική συνεργασία με το Γραφείο του Εθνικού Γραφείου της INTERPOL.
Όσον αφορά τη διεθνή συνεργασία, είπε πως υπάρχει συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς, όπως η EUROPOL, η INTERPOL, ο WCO και η UNESCO, καθώς και με τρίτες χώρες.
«Έχουμε συμβάλει στην υπογραφή διμερών συμφωνιών με άλλες χώρες σχετικά με την αστυνομική συνεργασία για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και άλλων μορφών εγκληματικότητας, συμπεριλαμβανομένης της παράνομης διακίνησης έργων τέχνης και αρχαιοτήτων», είπε, αναφερόμενος ενδεικτικά στη συνεργασία της Κύπρου με τις ΗΠΑ και την Ελβετία.
Ο ίδιος αναφέρθηκε επίσης στη σχετική εθνική νομοθεσία που θεσπίστηκε, σημειώνοντας, παράλληλα, πως η Κύπρος έχει υπογράψει και εφαρμόζει πολυάριθμες σχετικές διεθνείς συμβάσεις. Είπε πως ωστόσο οι διεθνείς συμβάσεις δεν λύνουν το πρόβλημα της διεκδίκησης κλεμμένων θησαυρών.
«Παρά τα προστατευτικά μέτρα που λαμβάνονται από χώρες και διεθνείς οργανισμούς «οι λαθρέμποροι είναι πάντοτε πιο μπροστά, βρίσκοντας νέους τρόπους να ελίσσονται. Πολύ σημαντικό είναι επίσης το ότι υπάρχει έλλειψη μιας ενιαίας νομοθετικής ρύθμισης και ενός μηχανισμού διεκδίκηση και επανάκτησης των κλεμμένων», ανέφερε.
«Είναι απαραίτητο να διασφαλίσουμε την πολιτιστική κληρονομιά κάθε έθνους, διότι έχουμε το καθήκον να διατηρούμε την ιστορία και τον πολιτισμό προς όφελος των μελλοντικών γενεών. Πρέπει να προσπαθήσουμε να προστατεύσουμε και να διατηρήσουμε την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, επειδή η πολιτιστική κληρονομιά κάθε έθνους αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας», υπογράμμισε, σημειώνοντας πως η πολιτιστική κληρονομιά δεν είναι θέμα ενός, αλλά είναι ένα ζήτημα που πρέπει να αφορά όλους μας, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Πηγή: philenews/KYΠΕ