«Δεν θα δεχτώ μαθήματα από την Τουρκία στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», τόνισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και, αναφερόμενος στην κατάσταση στα σύνορα, έκανε λόγο για μια «βίαιη απόπειρα παράνομης εισόδου στη χώρα». Κάλεσε δε τον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν να αποκλιμακώσει την ένταση και να εκφράσει την προσήλωσή του στις αρχές της Κοινής Δήλωσης Ε.Ε. – Τουρκίας.
«Χρειαζόμαστε ξεκάθαρες αποδείξεις ότι η κατάσταση άλλαξε, να φύγουν οι άνθρωποι από τα χερσαία σύνορά μας, να αποκατασταθεί η αίσθηση της ομαλότητας» και κατόπιν μπορούμε να συζητήσουμε για αλλαγές, διατηρώντας την θεμελιώδη βάση της συμφωνίας, δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης μιλώντας σε εκδήλωση του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (DGAP) του Βερολίνου. «Υπάρχουν τρόποι βελτίωσης», συνέχισε, για να τονίσει ταυτόχρονα ότι «η Ευρώπη δεν θα εκβιαστεί από την Τουρκία με την χρήση προσφύγων και μεταναστών ως μέσο του εκβιασμού» .
Απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με την κατάσταση που διαμορφώθηκε το τελευταίο διάστημα στα ελληνογερμανικά σύνορα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε ότι η Τουρκία υλοποίησε μια απειλή που είχε εκτοξεύσει πολλές φορές κατά το παρελθόν και βρήκε την Ελλάδα έτοιμη και αποφασισμένη να υπερασπιστεί τα σύνορά της και σύνορα της Ευρώπης. «Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι πήραμε την σωστή απόφαση. Πάντα λέω ότι δεν μπορεί να έχεις μια Ευρώπη που επωφελείται από την ελευθερία κίνησης, χωρίς την ικανότητα να υπερασπίζεται τα εξωτερικά της σύνορα με αποτελεσματικό τρόπο», τόνισε ο πρωθυπουργός και πρόσθεσε ότι η προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε την επιθυμία να πράξει το ίδιο.
«Είχαμε πολλές άγρυπνες νύχτες», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης και ευχαρίστησε την αστυνομία, τους εθελοντές και όσους βοήθησαν σε αυτή την έκτακτη κατάσταση. «Καταφέραμε να κάνουμε το σωστό», συνέχισε και αναφέρθηκε στην «πολύ συστηματική και δημόσια απόπειρα της ‘Αγκυρας να χρησιμοποιήσει απελπισμένους ανθρώπους ως πιόνια σε ένα γεωπολιτικό παιχνίδι, κάτι που πολιτικά και ηθικά ήταν εντελώς απαράδεκτο».
Κληθείς να σχολιάσει απόψεις που θεωρούν την ελληνική αντίδραση υπερβολική, ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι η Ελλάδα δεν χρησιμοποίησε ποτέ υπερβολική ισχύ. «Δεν ξεκινήσαμε εμείς. Εμείς βρεθήκαμε ενώπιον μιας πολύ βίαιης συμπεριφοράς στα σύνορα, με την Τουρκία να προμηθεύει δακρυγόνα όσους ήθελαν να περάσουν τα σύνορα», δήλωσε και πρόσθεσε ότι οι ελληνικές δυνάμεις επέδειξαν την απαραίτητη αυτοσυγκράτηση. «Δεν απαντήσαμε ποτέ με υπερβολική ισχύ και η άλλη επιλογή που είχαμε, ήταν να αφήσουμε να περάσουν όλοι στη χώρα», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης, ευχαριστώντας με την ευκαιρία και τα στελέχη του Λιμενικού που ρισκάρουν τα τελευταία χρόνια τη ζωή τους για να σώσουν χιλιάδες ζωές στην θάλασσα.
Αναφερόμενος στην στάση άλλων ευρωπαϊκών κρατών απέναντι στο πρόβλημα της μετανάστευσης, ο Πρωθυπουργός τόνισε κατ’ επανάληψη ότι όλα τα κράτη – μέλη θα πρέπει να συνεισφέρουν στην επίλυσή του, ενώ παραδέχθηκε ότι πιθανόν να μην είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε και από τους 27 να συμμετάσχουν σε πρόγραμμα μετεγκατάστασης. Πρότεινε ωστόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προσφέρει στα κράτη-μέλη ένα «μενού» επιλογών από το οποίο θα υποχρεωθούν να επιλέξουν. «Κάθε χώρα πρέπει να κάνει κάτι», είπε χαρακτηριστικά και, ειδικά για το θέμα των ασυνόδευτων ανηλίκων χαρακτήρισε «απαράδεκτο» το γεγονός ότι κάποιες χώρες δηλώνουν πως δεν θα πάρουν ούτε ένα παιδί, ως ζήτημα αρχής και κυρίως για λόγους εσωτερικής πολιτικής.
Παρά την ένταση με την Τουρκία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, δήλωσε ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας πρέπει να παραμένουν ανοιχτοί και αναφέρθηκε στις χαμηλού επιπέδου συνομιλίες σχετικά με Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, ενώ υπενθύμισε ότι η μόνη διαφορά που συζητά η Ελλάδα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, για την οποία είναι έτοιμη να εξετάσει όλες τις επιλογές, ακόμη και τον δρόμο της διεθνούς δικαιοδοσίας . «Αυτό που συνέβη τις τελευταίες 10 μέρες δυσχέρανε την σχέση. Είναι επιτακτικής σημασίας η Τουρκία να αποκλιμακώσει και να επιστρέψει στην πρότερη κατάσταση, η οποία λειτούργησε αρκετά καλά, αν δει κανείς τις ροές το 2017-18», δήλωσε ο Πρωθυπουργός και τόνισε ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε την γεωγραφία και είμαστε προορισμένοι να ζούμε μαζί, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει υπό συνθήκες εκβιασμού, τις οποίες ουσιαστικά η Τουρκία επιχείρησε να επιβάλει σε μας και στην Ε.Ε. Δεν είμαστε ποτέ εμείς που προκαλούμε, αλλά θα απαντήσουμε με σθένος σε κάθε πρόκληση», υπογράμμισε.
Ο πρωθυπουργός ερωτήθηκε μεταξύ άλλων γιατί η χώρα ξοδεύει τόσα πολλά χρήματα για την άμυνά της, για να απαντήσει χαρακτηριστικά, «επειδή δυστυχώς ο γείτονάς μας είναι η Τουρκία και όχι η Δανία και χρειαζόμαστε αποτρεπτική δύναμη» και να αποσπάσει το χειροκρότημα των παρισταμένων. Πρόσθεσε δε ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει με μέτρο, καθώς οτιδήποτε άλλο θα ήταν ανεύθυνο. Παραδέχθηκε πάντως ότι ο ίδιος θα προτιμούσε να μπορούσε να διαθέτει σε αμυντικό εξοπλισμό το 1% του ΑΕΠ έναντι του 2% και να διοχέτευε διαφορετικά τους υπόλοιπους πόρους.
Σε ό,τι αφορά την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας, ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για «διπλή κρίση» που πέρασε η χώρα, πριν και μετά το 2015.
«Η Ελλάδα σήμερα, παρά τις δυσκολίες, βγαίνει από την κρίση με μια ισχυρή μονοκομματική κυβέρνηση, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί και να νομοθετεί ταχύτερα» τόνισε και επανέλαβε την πάγια θέση του για την ανάγκη παράλληλα με τις μεταρρυθμίσεις να υπάρξει ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος, στοιχείο που, όπως επισήμανε, έχει σήμερα ακόμη μεγαλύτερη σημασία με δεδομένες τις προκλήσεις που θέτει ο κοροναϊός. «Στην Ελλάδα κάνουμε το παν για να προωθήσουμε τις μεταρρυθμίσεις, αλλά υπάρχει όριο στο πόσα μπορούμε να επιτύχουμε χωρίς δημοσιονομικό χώρο», συνέχισε ο Πρωθυπουργός, για να εξηγήσει ότι αυτό ισχύει πλέον ακόμη περισσότερο λόγω των πιθανών συνεπειών της επιδημίας και να επαναλάβει ότι το 2020 θα πρέπει πλέον να αντιμετωπιστεί διαφορετικά σε ό,τι αφορά τους δημοσιονομικούς στόχους.
Κατά την διάρκεια της εκδήλωσης, ο πρωθυπουργός δέχθηκε ακόμη ερωτήσεις σχετικά με την σχέση της Ελλάδας με την Κίνα, για να διαβεβαιώσει ότι οι εμπορικές συνεργασίες δεν συνιστούν ανησυχητική για την Ε.Ε. εξάρτηση από την χώρα, ενώ διευκρίνισε ότι αυτές οι σχέσεις δεν συνεπάγονται και αδιαφορία της Αθήνας για τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σε ό,τι αφορά το θέμα της απουσίας της Ελλάδας από την Διάσκεψη του Βερολίνου για την Λιβύη, ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε ότι η Ελλάδα είναι η πιο κοντινή στην Λιβύη χώρα της Ε.Ε. και πρόσθεσε ότι οι εξελίξεις στην Λιβύη την αφορούν άμεσα, ειδικά μετά τα «μνημόνια» που υπέγραψε η κυβέρνηση Σάρατζ με την ‘Αγκυρα και τα οποία θίγουν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ