Γ. Γεραπετρίτης: «Όχι» σε πρόωρες εκλογές και ανασχηματισμό

«Δεν υφίσταται κανένας απολύτως πολιτικός λόγος να προσφύγουμε σε ανανέωση λαϊκής εντολής». «Ανασχηματισμός δεν πρέπει να γίνεται εν θερμώ»: Αυτά τα δύο «όχι» διατύπωσε ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό «Σκάι», κλείνοντας κάθε σχετική συζήτηση. Όσο για το άνοιγμα των δημοτικών σχολείων ανέφερε ότι «δεν έχουμε σήμερα επαρκή δεδομένα για να έχουμε απολύτως σαφή εικόνα», σημειώνοντας παράλληλα αφενός την εμπειρία από το εξωτερικό αφετέρου τη σημασία του μη εκπαιδευτικού κομματιού του σχολείου.

Για τα σενάρια πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, ο υπουργός Επικρατείας τόνισε: «Η προσωπική μου άποψη είναι κατατεθειμένη, ανεξαρτήτως του τι θα πράξει ο πρωθυπουργός. Αυτήν τη στιγμή, σε ό,τι αφορά το ζήτημα των πρόωρων εκλογών, δεν υφίσταται κανένας απολύτως πολιτικός λόγος να προσφύγουμε σε ανανέωση λαϊκής εντολής. Θεωρώ ότι αυτό θα έδινε το εντελώς λάθος μήνυμα στην κοινωνία, δηλαδή ότι εξακολουθούμε να εφαρμόζουμε μία λογική πολιτικής κεφαλαιοποίησης, ενόσω η χώρα εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι να πορεύεται με σταθερότητα».

«Θα έδινε ένα εντελώς λάθος ηθικό μήνυμα, διότι δεν μπορείς να κεφαλοποιείς πάνω σε μία μεγάλη υγειονομική κρίση. Εμείς δεν εργαζόμαστε με σκοπό να αυξήσουμε τα ποσοστά, να μπορούμε να κεφαλοποιούμε πολιτικά πάνω σε κρίσεις. Εκείνο το οποίο κάνουμε είναι να δουλεύουμε για το καλό της χώρας. Το να μπορέσεις να δουλεύεις απερίσπαστος από την όποια λογική ότι θα πρέπει να προσφύγουμε σε εκλογές, και άρα να γίνεται και κάποιος πολιτικός συμβιβασμός, δεν βοηθάει τη χώρα. Κατά τούτο, επειδή και ο πρωθυπουργός, εξ όσων εγώ γνωρίζω, είναι μίας άλλης τελείως φιλοσοφίας στα πράγματα, οφείλω να μεταφέρω την πεποίθηση αλλά και την αίσθηση που έχω, ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έχουμε προσφυγή σε πρόωρες εκλογές», πρόσθεσε.

«Επειδή έχει ειπωθεί και αυτό, πότε θα πρέπει να υπάρχει μία λογική πρόωρων εκλογών; Όταν υπάρχει αλλαγή του μείγματος πολιτικής, πάνω στο οποίο λειτούργησε η νομιμοποίηση του εκλογικού Σώματος. Μπορεί να έχουν συντελεσθεί τεκτονικές αλλαγές εξαιτίας της μεγάλης υγειονομικής κρίσης, μπορεί να είμαστε αρκετά επιφυλακτικοί επειδή κινούμαστε πάνω σε ένα πάρα πολύ ρευστό οικονομικό περιβάλλον, αλλά από την άλλη πλευρά διαβεβαιώνω ότι οι βασικοί άξονες στους οποίους κινούμαστε, δεν πρόκειται να αλλάξουν», επισήμανε ο κ. Γεραπετρίτης.

«Πράγματι», επιχειρηματολόγησε, «όταν υπάρχει αλλαγή μείγματος πολιτικής, θα πρέπει να υπάρξει νωπή νομιμοποίηση. Εδώ, όμως, δεν πρόκειται να υπάρξει αυτό, ακόμη και αν μπούμε σε μία μεγαλύτερη του αναμενομένου ύφεση ή αύξηση της ανεργίας, που είναι αναμενόμενο σε αυτές τις συνθήκες, εμείς θα παραμείνουμε πιστοί στη βασική μας αξιακή θέση. Δεν πρόκειται να μπούμε σε λογική υπερφορολόγησης, η οποία ανακόπτει την ανάπτυξη, θα εξακολουθούμε να λειτουργούμε με μία δυναμική αναπτυξιακή λογική».

Σε αυτό το σημείο θύμισε την αντίδραση στη μεγάλη κρίση του 2015, τότε που, όπως είπε, «η λογική ήταν περισσότεροι φόροι με τα γνωστά αποτελέσματα και μείωση μισθών και συντάξεων. Εμείς, παρά το γεγονός ότι έχουμε δημοσιονομική κρίση πολύ μεγαλύτερης έκτασης και εντελώς απρόβλεπτη στην πραγματικότητα, παρά ταύτα δεν έχουμε προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω φορολογία και δεν έχει υπάρξει καμία μείωση μισθών και συντάξεων. Αν χρειαστεί να πάμε σε πολύ μεγάλες αλλαγές, θα το συζητήσουμε. Σήμερα, όμως, παραμένουμε πιστοί στο βασικό μας ιδεόγραμμα».

Στην ερώτηση εάν οι πρόωρες εκλογές θα βοηθούσαν να «καεί» η απλή αναλογική, ο υπουργός Επικρατείας ήταν κατηγορηματικός: «Με τους θεσμούς δεν παίζουμε και αυτή είναι η διαφορά της παρούσας κυβέρνησης. Οι θεσμοί υφίστανται, τους οποίους σεβόμαστε απολύτως».

Για το θέμα του ανασχηματισμού, ο κ. Γεραπετρίτης μετέφερε την αίσθηση του Μεγάρου Μαξίμου ότι «η κυβέρνηση τα έχει πάει -σε γενικές γραμμές- καλά και έχει διαχειριστεί την υγειονομική κρίση με επάρκεια, με πίστη στα επιστημονικά δεδομένα, και άρα η λογική ότι υφέρπει διαρκώς ο ανασχηματισμός, είναι εντελώς αντιφατική. Ορθώς, κατά την άποψή μου, ο πρωθυπουργός ήρθε και ξεκαθάρισε ότι στην παρούσα φάση δεν υφίσταται λόγος πολιτικός.

Επιπλέον, ανασχηματισμός δεν πρέπει να γίνεται εν θερμώ. Όταν βρίσκεσαι εν μέσω κρίσης, οι πολιτικές αποφάσεις θολώνουν. Αυτήν τη στιγμή θα πρέπει να ξεπεράσουμε τα άμεσα δεινά της υγειονομικής κρίσης, να δούμε πώς θα πορευθεί η αρχική φάση επανεκκίνησης της οικονομίας και εργασίας και στη συνέχεια να αξιολογήσουμε σε ουδέτερο πολιτικά χρόνο. Είναι μέσα στο γονιδίωμα της κυβέρνησης να αξιολογείται ο κάθε ένας που εντάσσεται στο κυβερνητικό σχήμα. Αλλά από την άλλη, η αξιολόγηση αυτή να μη γίνεται υπό το βάρος μίας συνθήκης πολύ μεγάλης πίεσης, αλλά να γίνεται με νηφαλιότητα και γνήσια αξιοκρατικά κριτήρια».

Όσον αφορά το άνοιγμα των δημοτικών σχολείων, υπογράμμισε ότι «δεν έχουμε σήμερα επαρκή δεδομένα για να έχουμε απολύτως σαφή εικόνα. Τα δεδομένα αυτά θα τα έχουμε προς την αρχή της επόμενης εβδομάδας, όταν, δηλαδή, θα έχει παρέλθει ο ικανός χρόνος των 14 ημερών από την ημέρα που άνοιξε η αγορά, την 11η Μαΐου, και επ’ αυτών των δεδομένων η υγειονομική επιτροπή θα εισηγηθεί. Είναι μεγάλο σφάλμα να κάνουμε πολιτική εικασία και όχι επιστημονικά καθαρή τοποθέτηση».

Επικαλέστηκε, δε, και την εμπειρία από το εξωτερικό, εκεί όπου άνοιξαν σχολεία «δεν υπήρξε επιδείνωση επιδημιολογικών δεδομένων στην κοινότητα, ιδίως, δε, για τα δημοτικά σχολεία δεν είχε υπάρξει μεγαλύτερο πρόβλημα από ό,τι στις υπόλοιπες εστίες συγχρωτισμού».

Και, υπό τη γενική παρατήρηση, ότι «πράγματι, όλα έρχονται λίγο πιο μπροστά σε σχέση με τους αρχικούς χρόνους (…) με τα πρώτα δεδομένα διαφαίνεται ότι δεν έχει υπάρξει επιβάρυνση και μπορούμε να κερδίσουμε μερικές ημέρες, που δεν έχουν να κάνουν μόνο με την αγορά, αλλά έχουν να κάνουν και με την ψυχολογία των ανθρώπων», ο κ. Γεραπετρίτης τόνισε για τους μαθητές: «Η συζήτηση για τα σχολεία είναι πολύ σημαντική, αλλά, κατά την άποψή μου, πάρα πολύ εδρασμένη στο εκπαιδευτικό κομμάτι. Θα πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι το άνοιγμα των σχολείων δεν συνδέεται μόνο με το ότι τα παιδιά θα πρέπει να λάβουν εκπαίδευση, (…) το μη εκπαιδευτικό κομμάτι του σχολείου είναι εξίσου, αν όχι και περισσότερο, σημαντικό».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ