“Η Αθήνα εγκαταλείπει τον Κέινς”, είναι ο τίτλος σχολίου της Frankfurter Allgemeine Zeitung με αφορμή τις «νέες προτεραιότητες» της ελληνικής κυβέρνησης, για «παραγωγικότητα, επενδύσεις, εκπαίδευση, λιγότερη γραφειοκρατία», σε αντίθεση με την πολιτική της Αθήνας κατά την κρίση χρέους.
«Ο μέχρι στιγμής αρκετά επιτυχής χειρισμός της κρίσης του κορωνοϊού από την Ελλάδα έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την πορεία της στην κρίση χρέους», σημειώνει ο αρθρογράφος και αναφέρει ότι δεν υπάρχει ακόμη κοινής αποδοχής άποψη σε ό,τι αφορά τις αιτίες της ελληνικής κρίσης ή την δραστική θεραπεία που επιβλήθηκε από τους ευρωπαίους εταίρους – δανειστές. «Από την μακρινή βόρεια Αμερική επέκριναν τότε διάσημοι κεϊνσιανιστές , όπως ο κάτοχος του Βραβείου Νόμπελ Τζόζεφ Στίγκλιτς, την υποτιθέμενη τευτονική άποψη περί λιτότητας, με την οποία η Βόρεια Ευρώπη επέμενε να μειωθεί το έλλειμμα του ελληνικού προϋπολογισμού. “Η Ελλάδα, ο αμνός επί σφαγή”, έγραψε ο Στίγκλιτς. Έτοιμη τροφή για τους αριστερούς λαϊκιστές υπό την ηγεσία του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του υπουργού του των Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη. Παρουσίασαν την Ελλάδα ως το θύμα των μηχανορραφιών της Ευρώπης. Από την δική τους άποψη, οι Έλληνες είχαν δικαίωμα να συνεχίσουν να ζουν ξένοιαστα, όπως πριν από την κρίση», περιγράφει ο αρθρογράφος και προσθέτει ότι ο Αλέξης Τσίπρας «απέκτησε το προνόμιο της ερμηνείας της κρίσης», γεγονός που, όπως λέει, εξακολουθεί να λειτουργεί και σήμερα. Παραθέτει δε πρόσφατη δήλωση δεξιού γερουσιαστή της Ιταλίας: «Η τρόικα λέρωσε τα χέρια της για να κάνει τους Έλληνες να πληρώσουν με το αίμα των ηλικιωμένων και των παιδιών, ενεργώντας ως απαράμιλλος σφαγέας του κοινωνικού συστήματος, με περικοπές …τις οποίες δεν θα τολμούσε ούτε καθεστώς κατοχής» και σχολιάζει ότι «τέτοιες αντιλήψεις δεν διαμορφώνουν μόνο την άποψη για την Ελλάδα, αλλά και τη στάση έναντι της ΕΕ και της Νομισματικής Ένωσης».
Σύμφωνα με τον συντάκτη της FAZ, «λησμονείται εύκολα το γεγονός ότι το 2009 δεν ήθελε πλέον κανείς να δανείζει χρήματα στους Έλληνες» και ότι «οι ευρωπαίοι εταίροι έσωσαν την Ελλάδα από μια κρατική χρεοκοπία με μεγάλο κοινωνικό κόστος, καθιστώντας σχετικά γρήγορα διαθέσιμες τις πιστώσεις». Δεδομένου ότι «δικαίως», όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος, οι εταίροι δεν ήταν διατεθειμένοι να χρηματοδοτούν σε μόνιμη βάση ένα έλλειμμα της τάξης του 15% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, δεν είχαν, εκτιμά, άλλη επιλογή από το να απαιτήσουν γρήγορη μείωση του δημοσιονομικού κενού.
«Από τότε στους δανειστές της Ελλάδας αντιτάσσεται μια απλουστευμένη εκδοχή της κεϊνσιανής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία, οι δημόσιες δαπάνες, αλλά ακόμη και τα ίδια τα δημοσιονομικά ελλείμματα, εξασφαλίζουν ανάπτυξη. Όποιος, αντιθέτως, υποστηρίζει τα σταθερά δημοσιονομικά και τα χαμηλά ελλείμματα – ακόμη και μόνο για να αποφευχθεί η δημοσιονομική κατάρρευση – στιγματίζεται ως υπαίτιος της κρίσης», συνεχίζει το σχόλιο της FAZ και σημειώνει ότι εδώ και καιρό έχουν ωστόσο εντοπιστεί και άλλες αιτίες της ελληνικής κρίσης. Αναφέρει μάλιστα ενδεικτικά ότι η αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος κατά 65% που σημειώθηκε απότομα στην Ελλάδα με την ένταξή της στην Νομισματική Ένωση δεν μπορεί να εξηγηθεί σε σχέση με την βιομηχανική πολιτική της χώρας, παρά μόνο με την αύξηση των δανείων για ακίνητα, την αύξηση της απασχόλησης στο Δημόσιο και τις συντάξεις στο 95% του τελευταίου μισθού. «Προφανώς η τότε ανάπτυξη της Ελλάδας δεν ήταν βιώσιμη», τονίζει και προσθέτει ότι οι δανειστές της Ελλάδας δεν είχαν μεγάλη επιτυχία στην προσπάθειά τους να προκαλέσουν αλλαγή πολιτικής κατά την διάρκεια της κρίσης χρέους. «Ακόμη και έπειτα από τρία σχέδια εξυγίανσης εκατοντάδων σελίδων, δεν κατέστη δυνατό οι απρόθυμες κυβερνήσεις να πειστούν να μην ενθαρρύνουν πλέον την ανάπτυξη με ψευδο-κεϊνσιανικό τρόπο μέσω των δημοσίων δαπανών, αλλά μέσω ανταγωνιστικών οικονομικών δομών», αναφέρει ο συντάκτης και σημειώνει ότι, «αντίθετα οι προσπάθειες της νέας κυβέρνησης υπό τον φιλελεύθερο Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη έχουν σήμερα πολύ μεγαλύτερες προοπτικές». Ο κ. Μητσοτάκης, συνεχίζει, «βλέπει ευκαιρίες στην παγκόσμια αγορά, εφόσον η χώρα του αξιοποιήσει την ανοιχτή σκέψη των Ελλήνων και το επιχειρηματικό τους πνεύμα, προκειμένου να καταλάβει μία θέση με προοπτικές».
Για να συμβεί αυτό, καταλήγει ο αρθρογράφος της γερμανικής εφημερίδας, η Ελλάδα θα πρέπει να καταστεί περισσότερο ανταγωνιστική. «Για τον κάτοχο του βραβείου Νόμπελ Χριστόφορο Πισσαρίδη, τον οποίο ο Μητσοτάκης πήρε ως σύμβουλο, αρκούν λίγες γραμμές για να περιγράψει τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα: Παραγωγικότητα, επενδύσεις, εκπαίδευση, απλούστερη Διοίκηση.
Είναι ευτύχημα το γεγονός ότι η Ελλάδα ακολουθεί τώρα ενεργά το δικό της πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων – και έχει πλέον για αυτό στη διάθεσή της και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ. Ορατά μεταρρυθμιστικά βήματα είναι ακόμα απαραίτητα. Σε αυτό οι Έλληνες θα πρέπει να έχουν κίνητρα. Αλλά δεν χρειάζεται πλέον ο Κέινς».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ