Αισιοδοξία και ελπίδα για καλύτερη προοπτική στον κόσμο της εργασίας φαίνεται ότι επικρατεί σύμφωνα με τα αποτελέσματα της πρώτης έκδοσης της έρευνας Workmonitor της Randstad για το 2021, ένα χρόνο μετά την κούραση και την ανησυχία που επέφερε η πανδημία.
Η αποδοχή του υβριδικού μοντέλου εργασίας, η έντονη επιθυμία για επιστροφή στην πρότερη εργασιακή κανονικότητα όπως και η βεβαιότητα για περισσότερες ευκαιρίες εύρεσης εργασίας αναδεικνύονται ανάμεσα στα κύρια ευρήματα της έρευνας. Από την άλλη, επισημαίνονται και οι περιπτώσεις όπου ο τύπος της εργασίας καθιστά αναγκαστική την παρουσία των εργαζομένων (61%) με αδυναμία εφαρμογής της ευέλικτης εργασίας, με το 54% να δηλώνει ότι η παρουσία στους χώρους εργασίας απαιτείται από τον εργοδότη παρά τις πιθανές αρνητικές συνέπειες. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στις πέντε πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης, αναφορικά με την προθυμία των εργαζομένων να επιστρέψουν πλήρως ή μερικώς στον χώρο εργασίας.
Αναλυτικότερα, το 68% των ερωτηθέντων δηλώνει πρόθυμο να εμβολιαστεί εφόσον κρίνεται απαραίτητο για την εκτέλεση της εργασίας του, το 49% πιστεύει ότι θα έχει περισσότερες ευκαιρίες εργασίας εάν εμβολιαστεί, ενώ το 39% δηλώνει ότι ενθαρρύνεται από τον εργοδότη του, προσδοκώντας την ομαλή επιστροφή των επιχειρήσεων σε κατάσταση προ πανδημίας. Ανησυχία για την υγεία του εκφράζει το 49% των Ελλήνων εργαζομένων, το οποίο αναμένει τον εμβολιασμό των συνεργατών γύρω του για να νιώσει ασφάλεια, και το 45% εκφράζει την προτίμησή του να συνεχίσει να εργάζεται από το σπίτι μέχρι την ολοκλήρωση της ευρείας διάθεσης του εμβολίου, τη στιγμή μάλιστα που το 44% αυτών μπορεί ανεμπόδιστα να εργαστεί είτε πλήρως είτε μερικώς από το σπίτι.
Για όσους εργάζονται εξ αποστάσεως, μεγαλύτερη πρόκληση αναδύεται η έλλειψη αλληλεπίδρασης με συναδέλφους, για να ακολουθήσει η δυσκολία στη διατήρηση ισορροπίας ανάμεσα στην επαγγελματική και προσωπική ζωή. Εξετάζοντας την παραγωγικότητα των Ελλήνων εργαζομένων υπό το πρίσμα της τηλεργασίας, το 45% δηλώνει ότι παρέμεινε ανεπηρέαστο από την έναρξη της πανδημίας. Αντιθέτως, το 18% δηλώνει ότι δυσκολεύτηκε να εργαστεί εξ αποστάσεως, με το 20% να αποδίδει την περιορισμένη αποδοτικότητά του στην αρνητική επίδραση της τηλεργασίας και το 26% να δηλώνει ότι αναγκάστηκε να εργαστεί κάτω από διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Πάντως παρά τα οφέλη της απομακρυσμένης εργασίας, όπως το ευέλικτο ωράριο και η εξάλειψη των μετακινήσεων, αυτό ο τύπος εργασίας δεν δύναται να ικανοποιήσει τη θεμελιώδη ανάγκη των εργαζομένων για προσωπικές αλληλεπιδράσεις.
Το 23% των Ελλήνων εργαζομένων δηλώνει ότι η εξ αποστάσεως εργασία συνέβαλε στην αύξηση της παραγωγικότητάς του, αποδίδοντάς το μάλιστα (10%) στη φυσική απουσία των συναδέλφων. Για το 21% των ερωτηθέντων το άγχος ήταν αισθητά λιγότερο. Μάλιστα, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της τάξης του 61%, σημειώνει ότι έμεινε ανεπηρέαστο σε ότι αφορά την παραγωγικότητά του. Ενώ πολλοί είναι εκείνοι που θέλουν να περάσουν μέρος της εβδομάδας τους στον χώρο εργασίας, οι περισσότεροι επιθυμούν ένα υβριδικό μοντέλο εργασίας, καθώς οι εργαζόμενοι που το προτιμούν έχουν καταφέρει να προσαρμοστούν καλά, βελτιώνοντας ακόμη και την παραγωγικότητά τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Για το 72% των Ελλήνων ερωτηθέντων, η διαρκής χρήση μάσκας καθιστά δύσκολη την εκτέλεση της εργασίας του και το 49% αισθάνεται ότι βρίσκεται συνεχώς εκτεθειμένο στον κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό. Το 21% δήλωσε ότι είχε αυξημένο φόρτο εργασίας επειδή πολλοί από τους συναδέλφους αρρώστησαν ή τέθηκαν σε καθεστώς καραντίνας. Το 10% των ερωτηθέντων συνάντησε δυσκολία στην διευθέτηση της οργάνωσης φύλαξης των παιδιών. Τέλος, στη λίστα των προκλήσεων της εργασίας από το γραφείο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, περιλαμβάνεται και η εξισορρόπηση της επαγγελματικής και προσωπικής ζωής όπως διακρίνει το 30% των ερωτηθέντων καθώς και η ανάγκη να αποδείξει με τη χρήση εγγράφων ότι μπορεί να πραγματοποιεί μετακινήσεις εκτός σπιτιού.
Το 61% των Ελλήνων εργαζομένων δηλώνει ότι ο εργοδότης του παρείχε αυστηρά πρωτόκολλα για την εφαρμογή τηλεργασίας και εργασίας στο γραφείο. Μόνο 1 στους 4 υποστηρίζει ότι ο εργοδότης του υιοθέτησε πολιτικές για να υποστηρίξει την εξισορρόπηση ανάμεσα στην επαγγελματική και προσωπική ζωή. Ακόμη, το 10% δήλωσε ότι ο εργοδότης του πραγματοποίησε τακτικές έρευνες στους εργαζομένους σχετικά με την ευημερία και την αντίληψή τους για την εταιρεία.
Το 12% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ο εργοδότης του παρείχε γραμμή υποστήριξης για θέματα ψυχικής και σωματικής υγείας, το 5% πραγματοποίησε μαθήματα γιόγκα, το 6% δήλωσε ότι ο εργοδότης του προσέφερε πρόγραμμα υποστήριξης για τη βελτίωση των δεξιοτήτων ή για την προσαρμογή του στο νέο εργασιακό περιβάλλον και ένα 5% έλαβε περισσότερη εκπαίδευση σε θέματα συμπερίληψης και ένταξης ανθρώπινου δυναμικού χωρίς αποκλεισμούς.
Στο πλαίσιο των παροχών και δράσεων από τους εργοδότες για την αντιμετώπιση της πανδημίας και τη στήριξη του ανθρώπινου δυναμικού τους, οι ίδιοι παρείχαν περισσότερη εκπαίδευση σε θέματα τεχνολογίας (12%) και ευκαιρίες επανακατάρτισης (5%). Το 4% των εργαζομένων που δαπάνησαν χρήματα για τη φροντίδα παιδιών ή άλλες οικογενειακές υποχρεώσεις έλαβε οικονομική ενίσχυση, ενώ μόνο το 1% έλαβε επίδομα για την εξ αποστάσεως εργασία. Το 14% δήλωσε ότι τους παρείχε επιπλέον τεχνολογικό εξοπλισμό και είδη γραφείου για την υποστήριξη της εξ αποστάσεως εργασίας και στο 13% προσφέρθηκε επιπλέον λογισμικό για την απομακρυσμένη εργασία.
Το 62% των Ελλήνων εργαζομένων δηλώνει ότι θα συνεχίσει να εργάζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα δίπλα στον σημερινό εργοδότη του με βάση την εμπειρία που αποκόμισε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μάλιστα, το 23% θα εργαζόταν περισσότερο, ένα 6% των ερωτηθέντων θα μοιραζόταν τις θέσεις εργασίας της εταιρείας με το δίκτυό του, όπως και το 12% δηλώνει ότι θα έγραφε μια θετική κριτική για την εμπειρία εργασίας. Από την άλλη, ένα 23% των ερωτηθέντων στην έρευνα δηλώνει ότι θα ζητούσε αύξηση ή άλλες αποζημίωσης, θα ζητούσε παροχές reskilling & upskilling (16%), θα αναζητούσε άλλες ευκαιρίες στον κλάδο (17%) αλλά και σε άλλο (16%), ενώ τέλος το 5% σημειώνει ότι θα έγραφε μια αρνητική κριτική.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, στην Ελλάδα, η εργασιακή ικανοποίηση αγγίζει το 70%, ποσοστό αυξημένο κατά 5 μονάδες σε σχέση με το 2019. Μάλιστα, το ποσοστό παραμένει σταθερό τα τελευταία δύο δύσκολα χρόνια, όποτε και η πανδημία έκανε την εμφάνισή της.
Η επιθυμία για αλλαγή της εργασίας επανέρχεται στα επίπεδα του 2019 για τους Έλληνες συμμετέχοντες στην έρευνα, αγγίζοντας το 30%. Αυτό, σύμφωνα με την έρευνα, δικαιολογείται τόσο από τη διασφάλιση της ομαλότητας μέσω των μαζικών εμβολιασμών, όσο και από την αναμενόμενη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι το 14% των εργαζομένων μετακινήθηκε το πρώτο μισό του 2021, ποσοστό μειωμένο κατά δύο μονάδες σε σχέση με το 2020. Είναι η πρώτη φορά στις τελευταίες τέσσερις έρευνες που το ποσοστό κινητικότητας παρατηρεί μείωση. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον ότι, το ποσοστό αυτό είναι συγκριτικά μικρό δεδομένης της ανασφάλειας που επικρατεί με την πανδημία, υποδηλώνοντας ότι όταν προκύψουν ευκαιρίες, οι εργαζόμενοι θα εξακολουθούν να επιθυμούν να αλλάξουν εργασία.
Το 18% των Ελλήνων εργαζομένων άλλαξε την εργασία του λόγω της δυναμικής του κλάδου, εννοώντας πως η επιχείρηση στην οποία απασχολούνταν είτε ανέστειλε τη λειτουργία της, είτε έκλεισε. Το 26% εκφράζει φόβο για την απώλεια της εργασίας του επειδή έχει υπογράψει συμβόλαιο ορισμένου χρόνου. Επιπλέον, ο φόβος της ανεργίας ενισχύεται και από το γεγονός ότι η κρατική επιχορήγηση στον εργοδότη σύντομα θα διακοπεί, όπως εκφράζει το 31% των Ελλήνων εργαζομένων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ