«Η Ελένη εκείνο το βράδυ ήξερε ότι απλώς πηγαίνει για σουβλάκια, ήταν απλά ντυμένη. Αν ήθελε να κάνει τρίο θα το έκανε στο σπίτι της, δεν ήταν ανάγκη να πάει σε άλλο σπίτι. Την έριξαν ζωντανή στη θάλασσα για να μην εντοπιστεί ποτέ και να πεθάνει εκεί» είπε η εισαγγελέας Έδρας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου ζητώντας την ενοχή των δύο κατηγορουμένων για το βιασμό και το μαρτυρικό θάνατο της Ελένης Τοπαλούδη.
Κατά την εισαγγελική λειτουργό, ο 24χρονος Ροδίτης και ο αλβανικής καταγωγής 22χρονος συγκατηγορούμενός του πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι όπως και στον πρώτο βαθμό, για την ανθρωποκτονία και το βιασμό της φοιτήτριας. Όπως τόνισε, και οι δύο συμμετείχαν εξίσου τόσο στην άγρια σεξουαλική κακοποίηση της 21 ετών Ελένης, στο φόνο της αλλά και στη μεταφορά της, ενώ βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση και στην κατακρήμνισή της σε βραχώδη παραλία της Ρόδου.
Καθώς ξεκίνησε η εισαγγελέας να περιγράφει όσα διαδραματίστηκαν το μοιραίο βράδυ του Νοεμβρίου του 2018, στο εξοχικό σπίτι του Ροδίτη κατηγορούμενου, η μητέρα του θύματος άρχισε να φωνάζει με οργή στους κατηγορούμενους και ειδικά στον αλβανικής καταγωγής, καθώς ήταν αυτός που είχε γνωριστεί με την κόρη της λίγες ημέρες πριν από το φρικτό έγκλημα και κανόνισε να βρεθούν στο σπίτι του έτερου κατηγορούμενου. Η μητέρα της φοιτήτριας οδηγήθηκε εκτός αίθουσας ώστε να ηρεμήσει.
Σύμφωνα με την εισαγγελέα η βραδιά που κατέληξε στο βασανιστικό θάνατο της Ελένης, ξεκίνησε με τη συνάντηση της Ελένης με τον 22χρονο κατηγορούμενο με τον οποίο είχαν κανονίσει να πάνε για σουβλάκια. Όταν είδε τον 22χρονο «ανακάλυψε ότι μαζί τους θα έρθει και ένας Ροδίτης φίλος του» στο σπίτι του οποίου πήγαν να πιουν ποτό.
Όπως τόνισε η εισαγγελέας, «στη 01.07 λεπτά η Ελένη στέλνει μήνυμα στη φίλη της “πάρε με σε μια ώρα τηλέφωνο”. Το μήνυμα αυτό σημαίνει για μένα: Ότι “δεν περνάω καλά, κάτι συμβαίνει”. Είχε ένστικτο».
Σύμφωνα με την εισαγγελική εισήγηση, παρά την αντίθετη βούληση της Ελένης «και με την άσκηση σωματικής βίας οι δύο κατηγορούμενοι προχώρησαν μαζί της διαδοχικά σε συνουσία. Η άσκηση βίας αποδεικνύεται από τις αμυχές στο κορμί της, τις κακώσεις, τα σημάδια από τα μαχαίρια. Οι κακώσεις έγιναν εν ζωή. Το κορίτσι προσπάθησε να αντισταθεί και προειδοποίησε ότι θα τους καταγγείλει».
Αυτή η δηλωμένη βούληση της Ελένης, η προειδοποίηση της ότι θα τους καταγγείλει ήταν το καθοριστικό στοιχείο που, όπως είπε η εισαγγελέας «χτύπησε το “καμπανάκι” στο μυαλό των δυο κατηγορούμενων». Φοβούμενοι τις συνέπειες αν η φοιτήτρια τους κατήγγειλε «της κατάφεραν πλήγματα στο κεφάλι με σίδερο (σιδερώματος) προκαλώντας της, αιμορραγία και οίδημα. Οι κατηγορούμενοι αντιλαμβανόμενοι την κατάσταση την μετέφεραν στο μπάνιο κι εκείνη αιμορραγούσε ακατάσχετα. Όταν είδαν την κρισιμότητα της κατάστασης την μετέφεραν από κοινού στο αυτοκίνητο. Είναι βέβαιο ότι απαιτούνταν δυο άτομα για τη μεταφορά αφού το κορίτσι δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Αντί την ύστατη στιγμή να την βοηθήσουν, την οδήγησαν σε ερημική παραλία. Σταμάτησαν σε ένα πλάτωμα και έριξαν την Ελενη ζωντανή στη θάλασσα για να μην εντοπιστεί ποτέ και να πεθάνει εκεί. Και οι δυο σήκωσαν το σώμα, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς τους. Προκύπτει από την κατάθεση του ιατροδικαστή: η Ελένη ήταν ψηλή κοπέλα και βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση και άρα δεν ήταν δυνατόν να την σηκώσει κάποιος μόνος. Ούτε υπάρχουν σημάδια από σύρσιμο επάνω της. Τεκμαίρεται ότι συνεργάστηκαν και οι δυο για να πετάξουν την Ελένη στη θάλασσα».
Η εισαγγελέας δήλωσε την απόλυτη βεβαιότητά της για την από κοινού βασανιστική θανάτωση της Ελένης: «Η ανθρωποκτονία τελέστηκε και από τους δυο προκειμένου να “σωπάσει” η κοπέλα. Αν κάποιος δεν ήθελε, θα καλούσε σε βοήθεια. Η γιαγιά και ο παππούς του ενός ήταν στο ισόγειο. Όλες οι μετέπειτα ενέργειες τους αποδεικνύουν ότι έγιναν όλα από κοινού».
Στην αγόρευσή της η εισαγγελέας έδωσε έμφαση και στο χρόνο μετά την κατακρήμνιση της φοιτήτριας, αφού οι δύο κατηγορούμενοι επιστρέφοντας στο εξοχικό, καθάρισαν και το αυτοκίνητο και τους χώρους του σπιτιού που ήταν γεμάτοι αίμα. Φρόντισαν επίσης, σύμφωνα με την εισαγγελική λειτουργό, να εξαφανίσουν και τα προσωπικά αντικείμενα της Ελένης: «Σε 40-45 λεπτά εντοπίστηκαν ξανά στο ίδιο σημείο που έριξαν την Ελενη για να “ξεφορτωθούν” τα πράγματά της. Όμως πολλά κόλλησαν στη βλάστηση γιατί ο γκρεμός δεν ήταν κάθετος».
Η εισαγγελέας επισήμανε πως ο θάνατος της φοιτήτριας «θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς, απλώς οι δύο κατηγορούμενοι διάλεξαν να την πετάξουν στη θάλασσα».
Με την τοποθέτησή της η εισαγγελέας ζήτησε από τους δικαστές να μην αποδεχθούν τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων περί βούλησης της φοιτήτριας να έχει μία καθαρά σεξουαλικής μορφής συνάντηση με τους δύο σχεδόν συνομηλίκους της. «Η Ελένη ήξερε ότι απλώς πηγαίνει για σουβλάκια», είπε με έμφαση και τόνισε πως αυτό δηλώνει το απλό ντύσιμο της κοπέλας. «Αν ήθελε να κάνει τρίο θα το έκανε στο σπίτι της, δεν ήταν ανάγκη να πάει σε άλλο σπίτι», υπογράμμισε η εισαγγελική λειτουργός η οποία έθεσε υπόψη δικαστών και ενόρκων τα ίδια τα ευρήματα που επιβεβαιώνουν απόλυτα τη βούληση της 21χρονης: «Τα σκισμένα ρούχα της Ελένης καταδεικνύουν την υπέρμετρη πάλη που προηγήθηκε», είπε και συμπλήρωσε με έμφαση «αν η Ελενη συμμετείχε σε αυτό το σκηνικό οικεία βουλήσει θα ζούσε ακόμα και δεν υπήρχε λόγος για όλο αυτό που έγινε».
Τέλος κατά την άποψη της εισαγγελέως το δικαστήριο δεν πρέπει να κάνει αποδεκτούς τους ισχυρισμούς του Ροδίτη κατηγορούμενου περί άρσης του καταλογισμού λόγω ψυχολογικών προβλημάτων. Όπως ανέφερε, ούτε από τον ψυχίατρο που εξέτασε και τους δύο μετά τη σύλληψη διαπιστώθηκαν ζητήματα ψυχοπαθολογιών που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση των κατηγορουμένων, ούτε όμως προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι οι δύο δράστες δεν αντιλήφθηκαν τις πράξεις τους ή ότι είχαν μειωμένη αντίληψη.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ