Αν ζούσαμε στην αρχαία Ελλάδα μπορεί να είχαμε ένα μικρό σκυλί για κατοικίδιο ή ένα μεγαλύτερο για φύλακα ή για το κυνήγι. Θα το φωνάζαμε ίσως «Ακτίς» (Ηλιακτίδα) ή «Ξίφων» (Σπαθί) και πιθανότατα θα το αγαπούσαμε ως το τέλος της ζωής του και πέρα από αυτήν, βάζοντας ίσως ένα μεγάλο κόκαλο στο στόμα του για συντροφιά στο μεταθανάτιο ταξίδι. Κι αν θέλαμε ένα ζώο για να κυνηγά τα ποντίκια, τότε αντί για γάτα θα προτιμούσαμε μάλλον κάτι πιο … εξωτικό. Μια νυφίτσα, για παράδειγμα.
Μια πρωτότυπη έρευνα του Κόλιν Μ. Γουάιτινγκ (Colin M. Whiting), ιστορικού, υπεύθυνου σύνταξης στο Κέντρο Βυζαντινών Σπουδών Dumbarton Oaks του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ στην Ουάσιγκτον, φέρνει στο φως πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον τρόπο που οι σκύλοι εντάσσονταν στην καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων. Αφού μελέτησε μια μεγάλη γκάμα υλικού από τα τελευταία 90 χρόνια ανασκαφών στην Αρχαία Αγορά που διεξάγει η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, ενέταξε τα συμπεράσματά του στη νέα έκδοση της Σχολής με τίτλο «Dogs in the Athenian Agora» («Σκύλοι στην Αρχαία Αγορά»), η οποία προς το παρόν είναι διαθέσιμη μόνο στα αγγλικά.
«Όπως μπορείτε να φανταστείτε, μετά από 90 χρόνια υπάρχει αρκετό υλικό να αντλήσει κανείς… Ίσως τα πιο γνωστά ευρήματα από τον αρχαίο κόσμο για τους σύγχρονους θεατές είναι τα μελανόμορφα αγγεία της αρχαίας Ελλάδας. Πολλά από αυτά παρουσιάζουν εικόνες σκύλων, από μικρά κατοικίδια έως μεγάλα κυνηγετικά σκυλιά και μυθολογικά θηρία όπως ο Κέρβερος. Υπάρχουν όμως και επιτύμβιες στήλες με αγαπημένα σκυλιά να συνοδεύουν τους νεκρούς ιδιοκτήτες τους, πήλινες κουδουνίστρες σε σχήμα σκύλου για παιδιά, ακόμη και σύγχρονες φωτογραφίες σκυλιών από τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτές οι απεικονίσεις είναι μόνο το ήμισυ της ιστορίας: Πολλά σκυλιά έχουν ανασκαφεί στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, μερικά από τα οποία θάφτηκαν με πολλή αγάπη κι άλλα όχι. Για την καλύτερη κατανόηση των υλικών καταλοίπων, το βιβλίο βασίζεται και σε λογοτεχνικές πηγές, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων συγγραφέων όπως ο Όμηρος, ο Ξενοφών, αλλά και Ρωμαίων που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπως ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συγγραφέας του βιβλίου Κόλιν Μ. Γουάτινγκ.
Ο ίδιος μας εκμυστηρεύεται ποια από αυτά τα ευρήματα τον εντυπωσίασαν περισσότερο. «Πάντα εντυπωσιάζομαι με μικρότερα, πιο “κοινά” ευρήματα, που μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια ματιά στην καθημερινή ζωή. Μεγάλα ιερά και κτηριακά κατάλοιπα είναι πάντα εντυπωσιακά, αλλά είναι συναρπαστικό να βλέπεις το αποτύπωμα ενός ποδιού “εντυπωμένο” σε πήλινο πλακίδιο, με τον ίδιο τρόπο που βρίσκει κανείς σήμερα ένα παρόμοιο αποτύπωμα σε ένα τσιμεντένιο πεζοδρόμιο.
Ακόμη και στα αγγεία, οι αγαπημένες μου λεπτομέρειες είναι τα περιλαίμια σε κυνηγετικά σκυλιά. Ίσως δεν είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι κάποιος έβαλε κολάρο σε έναν σκύλο, αλλά μου φαίνεται εκπληκτικό να βλέπω έναν σκύλο με κολάρο πριν από 2.500 χρόνια, όπως ακριβώς συμβαίνει με έναν σύγχρονό του». Το μεγαλύτερο μέρος του υλικού που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας χρονολογείται πριν από το 500 μ.Χ. «Το αρχαιότερο κατάλοιπο προέρχεται περίπου από τον 8ο αι. π.Χ. και το πιο πρόσφατο από τον 5ο αι. μ.Χ. Υπάρχει, όμως, υλικό και από τη βυζαντινή, την οθωμανική και τη σύγχρονη περίοδο -και πιστεύω ότι είναι σημαντικό να συμπεριληφθεί. Άλλωστε, η Αγορά της Αθήνας κατοικήθηκε επί μακρόν και μετά το τέλος της αρχαιότητας και αυτοί οι άνθρωποι είχαν επίσης σκυλιά», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Όσο για το πόσο αντιπροσωπευτικό είναι το υλικό αυτό και για την υπόλοιπη Ελλάδα, εξηγεί «ότι είναι δύσκολο να το πούμε. Κάποια είναι πολύ αντιπροσωπευτικά. Για παράδειγμα, οι τρόποι με τους οποίους απεικονίζονταν τα σκυλιά στην κεραμική και στη γλυπτική είναι αρκετά σταθεροί. Αυτό μπορεί να είναι πολύ χρήσιμο και για εμάς. Για παράδειγμα, ένα από τα γλυπτά του Ηφαιστείου δείχνει τον Ηρακλή και τον Κέρβερο, αλλά έχει υποστεί σοβαρές ζημιές στο πέρασμα των αιώνων. Ευτυχώς, μοιάζει αρκετά με ένα γλυπτό στην αρχαία Ολυμπία, οπότε έχουμε μια καλή ιδέα για το πώς θα ήταν το πρωτότυπο», αναφέρει ο Κ. Γουάτινγκ. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή η συνέπεια στις απεικονίσεις «οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η Αθήνα, τμήμα ενός ιδιαίτερα ζωντανού πολιτιστικού και εμπορικού συστήματος στον αρχαίο κόσμο, εξήγαγε πολλά αγγεία και σε άλλες περιοχές. Έτσι τον 5ο ή τον 4ο αιώνα π.Χ., για παράδειγμα, αθηναϊκές απεικονίσεις σκύλων θα είχαν διαδοθεί σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Άλλα αντικείμενα είναι λιγότερο αντιπροσωπευτικά, ωστόσο και αυτό μπορεί να είναι περίπλοκο. Για παράδειγμα, Αθηναίοι γλύπτες έφτιαχναν παιδικές κουδουνίστρες σε σχήμα σκύλου, ειδικά τη ρωμαϊκή περίοδο, αλλά αυτές δεν φαίνεται να υπάρχουν πουθενά αλλού στην αρχαία Μεσόγειο. Γιατί όχι;», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Και πώς μεταχειρίζονταν τα σκυλιά οι αρχαίοι Έλληνες; «Υπήρξαν μελετητές που θα υποστήριζαν ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν τα “αγαπούσαν”, αλλά νομίζω ότι αυτό δεν είναι σωστό σύμφωνα με τις ενδείξεις», απαντά. Και συνεχίζει: «Για παράδειγμα, υπάρχουν ταφές στην αθηναϊκή Αγορά που δείχνουν “αγάπη” για τα σκυλιά, με την έννοια ότι κάποιοι φρόντισαν να εξασφαλίσουν τη -μεταθανάτια- ευτυχία ενός ζώου με δικά τους έξοδα, χωρίς ελπίδα να τα επανακτήσουν. Ένα σκυλί θάφτηκε μέσα σε ένα σπασμένο αγγείο που επισκευάστηκε μετά την εισαγωγή του σώματός του σε αυτό -μια αρκετά δαπανηρή ταφή.
Κάποιος, δηλαδή, φρόντισε αυτό το ζώο να έχει μια σωστή ταφή, ακόμα κι αν ήταν ακριβή. Μια άλλη ταφή σκύλου στην Αγορά, όχι τόσο ακριβή, αλλά συγκινητική, αφορά την τοποθέτηση ενός κόκαλου από βοδινό κρέας στο στόμα του ζώου», πληροφορεί το ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ερευνητής, επισημαίνοντας κάποιες από τις διαφορές του χτες με το σήμερα όσον αφορά στην αντιμετώπιση των ζώων. «Δεν υπήρχαν οργανώσεις για τα δικαιώματα των ζώων ή νόμοι κατά της κακοποίησής τους στον αρχαίο κόσμο και δεν πιστεύω ότι υπήρχε αίσθηση ότι τα ζώα γενικά είχαν δικαιώματα ή “άξιζαν” να τα μεταχειρίζονται καλά μόνο και μόνο επειδή ήταν ζωντανά. Ήταν δύσκολη η ζωή για όλα τα όντα, ανθρώπους και σκύλους. Στη σύγχρονη εποχή, ωστόσο, είμαστε τυχεροί που έχουμε οργανώσεις και νόμους για την προστασία των ζώων και μια καλύτερη αίσθηση εκτίμησης για όλα τα έμβια όντα», υπογραμμίζει.
Είχαν, λοιπόν, δύσκολη ζωή πολλά σκυλιά στην αρχαιότητα κι αυτό το γνωρίζουμε καλά και από ένα σημαντικό εύρημα. «Υπάρχει ένα συγκεκριμένο πηγάδι στην Αγορά, που τώρα ονομάζεται “Πηγάδι των οστών της Αγοράς”, το οποίο περιείχε τα οστά εκατοντάδων ανθρώπινων βρεφών και σκύλων όλων των ηλικιών. Χρονολογείται στον 2ο αιώνα π.Χ. Οι σύγχρονοι ερευνητές είναι πεπεισμένοι ότι τα βρέφη ήταν εκείνα που δεν επιβίωσαν πολύ μετά τον τοκετό και, αφού πέθαναν, εναποτέθηκαν στο πηγάδι από τις μαίες. Αυτές θα είχαν θυσιάσει τα σκυλιά με σκοπό να κατευνάσουν θεότητες του Κάτω Κόσμου, όπως η Εκάτη ή μια σκοτεινή θεά του τοκετού που ονομάζεται Ειλειθυία, ή να εξιλεωθούν για το αμάρτημα της στενής επαφής με τους νεκρούς. Με αυτό το πηγάδι ασχολούνται οι Maria A. Liston, Susan I. Rotroff και Lynn Snyder στο βιβλίο “The Agora Bone Well” (Princeton NJ: American School of Classical Studies at Athens, 2018). Είναι δύσκολο να κρίνουμε πόσο διαδεδομένη ήταν η πρακτική ή πόσο πίσω στον χρόνο πηγαίνει, αλλά γενικά υποψιάζομαι ότι ήταν “ευρέως διαδεδομένη” και για “πολύ καιρό”! Υπάρχουν στοιχεία για παρόμοιες θυσίες σκύλων σε άλλες τοποθεσίες στην Ιταλία και την Ελλάδα, ενώ οι φιλολογικές ενδείξεις ανάγονται στην αρχαιότερη ελληνική λογοτεχνία -ο ίδιος ο Αχιλλέας θυσιάζει σκύλους στην Ιλιάδα- που μπορεί κάλλιστα να αντικατοπτρίζει τις πρακτικές της Εποχής του Χαλκού», σημειώνει ο κ. Γουάτινγκ.
Ο ίδιος πληροφορεί το ΑΠΕ-ΜΠΕ και για συνηθισμένα ονόματα κατοικίδιων της αρχαιότητας. «Υπάρχουν πολλές ταφές σκύλων στην αθηναϊκή Αγορά που έχουν ανασκαφεί, αλλά δυστυχώς δεν γνωρίζουμε τα ονόματα κανενός από τα ίδια τα σκυλιά. Ωστόσο, γνωρίζουμε κάποια συνηθισμένα ονόματα σκύλων από την αρχαιότητα. Ο Ξενοφών, ο Αθηναίος στρατηγός και φιλόσοφος, έγραψε μια ολόκληρη πραγματεία για τα κυνηγετικά σκυλιά και προτείνει σύντομα ονόματα όπως “Ξίφων” (σπαθί), “Φόναξ” (Χασάπης) και “Ὁρμή” (Επίθεση). Άλλα ονόματα είναι πιο ευχάριστα, όπως “Ἀκτίς” (Ηλιαχτίδα). Γνωρίζουμε επίσης από λογοτεχνικές πηγές ότι μικρά σκυλιά μπορεί να έχουν πιο περίτεχνα ονόματα, όπως “Μυρίνη” (Μυρτιά)», προσθέτει, ενώ αναφέρεται και στις ράτσες της αρχαιότητας. «Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα αποσύνδεση μεταξύ των καλλιτεχνικών απεικονίσεων, των λογοτεχνικών αναπαραστάσεων και των υλικών καταλοίπων. Στις απεικονίσεις, υπάρχουν ουσιαστικά δύο ράτσες σκύλων: κυνηγόσκυλα και μικρόσωμοι σκύλοι που ονομάζονται “μαλτέζ”. Σκύλος που έχει απεικονιστεί σε ζωγραφική ή γλυπτική, μοιάζει με μία από αυτές τις δύο ράτσες. Όμως, γνωρίζουμε από λογοτεχνικές πηγές που πηγαίνουν πίσω στον Όμηρο ότι πρέπει να υπήρχαν όλων των ειδών τα σκυλιά, ιδιαίτερα ποιμενικά, φύλακες και μια μεγάλη ποικιλία κυνηγετικών σκύλων, που απλώς δεν απεικονίζονται από καλλιτέχνες. Και τα σκελετικά υπολείμματα δείχνουν ότι υπήρχαν σκυλιά όλων των ειδών και μεγεθών, αλλά και πάλι, αυτά τα νεκρά σκυλιά -είτε ανήκαν σε διαφορετικές ράτσες είτε ήταν απλώς ημίαιμα- είναι ως επί το πλείστον αόρατα αν επιμείνουμε στα ευρήματα», διευκρινίζει.
Και οι γάτες, τι ρόλο έπαιζαν στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων; Υπάρχει υλικό που θα τον οδηγούσε στη συγγραφή ενός βιβλίου που να τις αφορά; «Παραδόξως, οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν λάτρεις των γατιών ως κατοικίδιων. Γνωρίζουμε ότι οι Αιγύπτιοι και άλλοι αρχαίοι λαοί το έκαναν, αλλά για κάποιο λόγο οι αρχαίοι Έλληνες προτιμούσαν να έχουν νυφίτσες ως κατοικίδια που κυνηγούσαν ποντικούς και πουλιά. Από την άλλη, έχουμε απεικονίσεις “γατών” στην Αγορά: Όμως τυχαίνει να είναι μεγάλες γάτες, δηλαδή λιοντάρια και λεοπαρδάλεις. Θα μου άρεσε αν κάποιος συγκέντρωνε τις διαθέσιμες πληροφορίες για τις γάτες σε ένα βιβλίο. Προς το παρόν δεν έχω κανένα σχέδιο να το κάνω, αλλά ποιος ξέρει τι θα φέρει το μέλλον…», καταλήγει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Το βιβλίο είναι διαθέσιμο, προς το παρόν, στα αγγλικά μέσω διαδικτύου, ενώ αναμένεται και η ελληνική έκδοση, οπότε θα πωλείται και διαδικτυακά και στην Αγορά της Αθήνας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ