Δικαίωση χαρακτηρίζει την πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για τους κληρικούς ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος.
Ειδικά, όπως σημειώνει σε άρθρο του στην «Καθημερινή της Κυριακής» οι λειτουργοί της Εκκλησίας ανέμεναν αυτή την απόφαση 70 χρόνια και πλέον δίνεται τέλος σε μια σοβαρή εκκρεμότητα της Πολιτείας απέναντι στους κληρικούς.
Με την διάταξη που προώθησε η κυβέρνηση μπήκε τέλος στο ιδιότυπο, επί σχεδόν οκτώ δεκαετίες, καθεστώς εργασίας 3.520 ιερέων.
Όπως αναφέρει στο άρθρο του ο Αρχιεπίσκοπος, λάμβαναν έναν μισθό παρατύπως αφού δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για τις οργανικές τους θέσεις. «Αυτή, λοιπόν, η ρύθμιση που έγινε χωρίς να επιβαρύνεται στο ελάχιστο ο Κρατικός Προϋπολογισμός, δεν αποτελεί αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ των λειτουργών της «επικρατούσας θρησκείας» ή μία «χαριστική» ρύθμιση υπέρ των Ιερών Μητροπόλεων επειδή είναι Ν.Π.Δ.Δ», αναφέρει ο κ. Ιερώνυμος.
Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος οι πιστώσεις για την μισθοδοσία του Κλήρου αποτελούν περιοδικό αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία, που το Κράτος απέκτησε από τον 19ο αιώνα χωρίς πλήρη ή και καθόλου αποζημίωση της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Στο άρθρο του ο κ. Ιερώνυμος κάνει αναφορά στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη όσο και στην υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως για την επίλυση του χρόνιου αυτού προβλήματος. «Δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει τη συμβολή της ελληνικής κυβέρνησης και ιδιαιτέρως του Πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων κυρίας Νίκης Κεραμέως στην τακτοποίηση αυτής της εκκρεμότητας. Έχω τη βεβαιότητα ότι ο κλήρος της Εκκλησίας της Ελλάδος και οι αδελφοί μας στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, θα τους μνημονεύουν για πολλά χρόνια γιατί έδωσαν ένα τέλος σε αυτή την αδικία», σημειώνει ο Αρχιεπίσκοπος.
Ολόκληρο το άρθρο του Αρχιεπισκόπου στην Καθημερινή της Κυριακής:
«Οι λειτουργοί της Εκκλησίας μας την ανέμεναν σχεδόν επτά δεκαετίες. Η πρόσφατη πολιτική και νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, η οποία έδωσε τέλος στην από μέρους της Ελληνικής πολιτείας σοβαρής εκκρεμότητας εις βάρος των κληρικών – εφημεριών της Εκκλησίας της Ελλάδος αποτελεί μία δικαίωση.
Δικαίωση όλων των προσπαθειών και του παγίου αιτήματος που έθεταν από τη δεκαετία του 1950 όλοι οι προκάτοχοί μου Αρχιεπίσκοποι, αλλά και πολλοί αδελφοί αρχιερείς.
Δικαίωση των κληρικών μας, που αγωνιούσαν για το αύριο. Γιατί και οι κληρικοί μας, παρά τα όσα πολλοί θιασώτες του προοδευτισμού παραβλέπουν, είναι οικογενειάρχες με αγωνίες, με υποχρεώσεις και ευθύνες και δικαιούνται τον μισθό που προβλέπει η ελληνική Πολιτεία.
Έναν μισθό που λάμβαναν μεν, παρατύπως δε, αφού δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για τις οργανικές τους θέσεις. Αυτή λοιπόν η ρύθμιση που έγινε χωρίς να επιβαρύνεται στο ελάχιστο ο κρατικός προϋπολογισμός, δεν αποτελεί αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ των λειτουργιών της «επικρατούσας θρησκείας» (άρθρο 3 παρ.1 Συντάγματος) ή μία “ χαριστική” ρύθμιση υπέρ των Ιερών Μητροπόλεων επειδή είναι ΝΠΔΔ.
Οι πιστώσεις για τη μισθοδοσία του Κλήρου αποτελούν περιοδικό αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία, που το Κράτος απέκτησε από το 19ο αιώνα χωρίς πλήρη ή και καθόλου αποζημίωση της Εκκλησίας της Ελλάδος. Πέρα όμως από το «δικαίωμα» θα πρέπει να θεωρείται, κατά την ταπεινή μας άποψη, και ως μία αναγνώριση της προσφοράς του Ιερού Κλήρου στην ελληνική κοινωνία. Του κληρικού, που εδώ και δεκαετίες είναι στο επίκεντρο της πνευματικής ζωής. Του κληρικού, που δίνει καθημερινό αγώνα, χωρίς ωράριο και συχνά παραβλέποντας τις ανάγκες της δικής του οικογένειας, προκειμένου να ανταποκριθεί στο λειτούργημά του.
Για να οργανώσει φιλανθρωπικές δράσεις και να καλύψει τις ανάγκες όσων δοκιμάζονται. Για να στηρίξει, από άκρη σε άκρη της ελληνικής επικράτειας, τους ηλικιωμένους, τα άτομα με ειδικές δεξιότητες, τη νεολαία, ακόμη και τους ανήλικους μετανάστες που αναζητούν μία δεύτερη ευκαιρία στη χώρα μας. Για να σταθεί δίπλα στο πρόσωπο που έχει αγωνίες για το αύριο. Σε όλους αυτούς που ο ιερέας, με τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες του, προσπαθεί να του δείξει έναν δρόμο υπεύθυνο, σιγουριάς και ασφάλειας. Δεν πρέπει επομένως να σταθούμε στο «δικαίωμα» του ιερέα, αλλά πρωτίστως στην αναγνώριση της συμβολής του στη διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας στο σύγχρονο ελληνικό κράτος. Του ιερέα – μέλους του φιλανθρωπικού και κοινωνικού μηχανισμού της χώρας. Του ιερέα, που είναι φορέας πολιτισμού της ελληνικής ταυτότητας του τόπου. Του ιερέα, που παλεύει να καλύψει από τις πνευματικές, μέχρι τις πιο απλές ζωτικές αναγκες του Έλληνα και της Ελληνίδας.
Δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει τη συμβολή της ελληνικής κυβέρνησης και ιδιαιτέρως του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και της υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων κυρίας Νίκης Κεραμέως στην τακτοποιηση αυτής της εκκρεμότητας. Έχω τη βεβαιότητα ότι ο κλήρος της Εκκλησίας της Ελλάδος και οι αδελφοί μας στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, θα τους μνημονεύουν για πολλά χρόνια γιατί έδωσαν ένα τέλος σε αυτή την αδικία.
Ευχαριστώ όσους στήριξαν αυτή την προσπάθεια, από τους πρωθυπουργούς, τα μέλη κυβερνήσεων και τους απλούς βουλευτές, μέχρι τον πιστό λαό του Θεού που αναγνωρίζει γιατί έπρεπε να τακτοποιηθεί αυτή η εκκρεμότητα. Σε όλους εκείνους που αντιλήφθηκαν όλα αυτά τα χρόνια την ανάγκη αναγνώρισης των στοιχειωδών υποχρεώσεων της Πολιτείας προς τον ιερό κλήρο αυτού του τόπου. Ευχαριστώ όμως και όσους, τελευταία στιγμή ή στο παρελθόν, αγωνίστηκαν να μη δοθεί στον κλήρο αυτό που του αναλογεί. Γιατί, έτσι, έδωσαν παραπάνω επιχειρήματα σε όλους τους άλλους να αγωνιστούν και να κάνουν αυτόν τον νόμο πραγματικότητα.
Τα διλήμματα «γιατί το κράτος να πληρώνει έναν παπά και όχι έναν ακόμη γιατρό ή έναν δάσκαλο» είναι για λαϊκή κατανάλωση και για συζητήσεις στον καφενέ. Η Ελλάδα αξίζει και έχει ανάγκη και από αξιοπρεπείς γιατρούς και δασκάλους και επιστήμονες. Έχει όμως ανάγκη και από αξιοπρεπείς ιερείς. Που δεν θα ζητιανεύουν το αυτονόητο, αλλά θα τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα σε μία αξιοπρεπή ζωή, που θα μπορούν να ζήσουν την οικογένειά τους. Είναι το ελάχιστο που θα πρέπει να τους αποδοθεί».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ