Ως «διπλό μπαμ» περιέγραψε το σχέδιο περιορισμού των συνεπειών των υψηλών τιμών ενέργειας για τους καταναλωτές ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, ανακοινώνοντας την εισαγωγή ανώτατου ορίου στην τιμή του φυσικού αερίου – σχέδιο κόστους έως και 200 δισεκατομμυρίων ευρώ. «Το διπλό μπαμ θα βοηθήσει ώστε οι τιμές ενέργειας να πέσουν γρήγορα γρήγορα και να το αντιληφθούν όλοι. Κανείς λοιπόν δεν θα πρέπει να ανησυχεί σκεπτόμενος το φθινόπωρο και τον χειμώνα ή τα Χριστούγεννα και την επόμενη χρονιά ή τους λογαριασμούς. Τα ποσά θα πρέπει και πάλι να μειωθούν», δήλωσε ο κ. Σολτς.
Τα νέα μέτρα ανακούφισης των καταναλωτών, τα οποία θα είναι σε ισχύ έως την άνοιξη του 2024, περιλαμβάνουν ανώτατο όριο τιμής αερίου που θα χρηματοδοτηθεί με κεφάλαια ύψους 150-200 δισεκατομμυρίων ευρώ από το Ταμείο Οικονομικής Σταθεροποίησης (WSF), το οποίο αρχικά δημιουργήθηκε για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας του κορονοϊού. Το μέτρο έρχεται να αντικαταστήσει την «εισφορά φυσικού αερίου» που είχε ανακοινωθεί πριν από λίγες εβδομάδες και θα επιβάρυνε τους πελάτες των παρόχων ενέργειας κατά 2,4 λεπτά/kWh.
«Συνολικότερο, απλούστερο και γρηγορότερο» χαρακτήρισε το νέο σχέδιο ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ και μίλησε για «βελτίωση» από το μέτρο της εισφοράς αερίου, του οποίου υπήρξε εμπνευστής. «Η εισφορά ήταν ένα εργαλείο για τη σταθεροποίηση της αγοράς ενέργειας, με τη μετακύλιση του αυξημένου κόστους των εταιριών ενέργειας στους πελάτες τους. Τώρα έχουμε ένα άλλο εργαλείο, τον οικονομικό όγκο», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Χάμπεκ, ο οποίος ωστόσο τόνισε εμφατικά την ανάγκη όλοι να εξοικονομήσουν ενέργεια τον χειμώνα που έρχεται. Τάχθηκε μάλιστα υπέρ της εισαγωγής κινήτρων για αυτόν τον σκοπό.
Ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ από την πλευρά του δήλωσε ότι βρισκόμαστε σε «ενεργειακό πόλεμο» και επισήμανε ότι μετά τα σαμποτάζ στους αγωγούς Nord Stream 1 και 2 εκμηδενίστηκε η πιθανότητα προμήθειας ενέργειας από τη Ρωσία. «Αυτό που κάνουμε είναι ένα μορατόριουμ της επιβάρυνσης των πολιτών», δήλωσε ο κ. Λίντνερ, ο οποίος είχε και τις σημαντικότερες αντιρρήσεις για το μέτρο και τη χρηματοδότησή του, καθώς επιμένει στην επαναφορά του «φρένου χρέους» από το 2023. «Όταν υπάρχει ανάγκη, όπως τώρα, κινητοποιούμε την οικονομική μας ισχύ», δήλωσε σχετικά και τόνισε ότι το μέτρο δεν αναμένεται να πυροδοτήσει άνοδο του πληθωρισμού, όπως εκτιμούν πολλοί οικονομολόγοι.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ