Δοκιμάζουμε Alfa Romeo Tonale – 1.5T 160 HP

Αν αναρωτιέται κανείς κατά πόσο στην εποχή που η αγορά στρέφεται όλο και περισσότερο προς τα SUV και οι εταιρείες αναπόφευκτα προσαρμόζονται σ’ αυτό, η Tonale είναι μια «πραγματική» Alfa Romeo, που να ανταποκρίνεται στις παραδοσιακές αξίες της μάρκας, η απάντηση είναι θετική. Σίγουρα ένα SUV δεν μπορεί να είναι τόσο σπορτίφ όσο ένα παραδοσιακό σεντάν ή χάτσμπακ. Και φυσικά η Tonale δεν μπορεί να είναι σε αίσθηση και συμπεριφορά Giulietta, για να μείνουμε στην πολύ πρόσφατη ιστορία της Alfa Romeo. Είναι όμως αρκετά οδηγoκεντρική, έχει πολύ καλή οδική συμπεριφορά, πάνω από τον μέσο όρο της κατηγορίας, έχει καλές επιδόσεις σ’ αυτήν την έκδοση των 160 ίππων και, ακόμα και σε σχεδιαστικό επίπεδο, ξεχωρίζει με το στιλ της σε μια εποχή που όλο και περισσότερο τα αυτοκίνητα μοιάζουν μεταξύ τους.

Ανταποκρίνεται λοιπόν στις αξίες της μάρκας, απλώς τις έχει προσαρμόσει στην πραγματικότητα της εποχής μας, όπως συνέβαινε άλλωστε και στο παρελθόν, όταν οι συνθήκες της αγοράς και οι απαιτήσεις των καταναλωτών μεταβάλλονταν. Κι αυτή η προσαρμογή στη σημερινή πραγματικότητα έχει και τις θετικές επιπτώσεις της, όπως είναι η σημαντική βελτίωση της ποιότητας, η καλύτερη ευρυχωρία σε σχέση με τις εξωτερικές διαστάσεις του αυτοκινήτου, η μείωση της κατανάλωσης και η βελτίωση της απόκρισης του κινητήρα χάρη στο υβριδικό σύστημα κλπ. Ωραία η ιστορία για να νοσταλγούμε, αλλά οι σημερινοί καταναλωτές αγοράζουν αυτοκίνητα που ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες και συνθήκες. Και η Tonale είναι μία Alfa Rome που ανταποκρίνεται σε αυτές

Και χωρίς να προδίδει την παραδοσιακή ιταλική φινέτσα στη σχεδίαση, θα λέγαμε εμείς, η οποία πάντως στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει…ελληνική σφραγίδα, αφού ο επικεφαλής της εξωτερικής σχεδίασης του μοντέλου είναι ένας Έλληνας, ο Αλέξανδρος Λιώκης! Μετά, λοιπόν, τα δύο μεγαλύτερα μοντέλα που σηματοδότησαν την προσπάθεια καθιέρωσης της εταιρείας ως κατασκευαστή premium, τη Giulia και τη Stelvio, η Alfa Romeo κάνει με την Tonale το βήμα προς την αμέσως μικρότερη κατηγορία, πάντα με την ίδια premium φιλοσοφία, παρουσιάζοντας ένα SUV μήκους 4,528μ., με μεταξόνιο 2.636 χιλιοστών. Ένα SUV από τα λίγα που δεν περνούν καθόλου απαρατήρητα στο δρόμο, όπως διαπιστώσαμε από τα βλέμματα που τραβούσε στο πέρασμά μας στη διάρκεια της εβδομάδας που το είχαμε στη διάθεσή μας για δοκιμή.

Τα αυτοκίνητα πλέον έχουν μεγαλώσει πολύ, τα δε SUV, λόγω σχήματος και ύψους, έχουν ακόμα μεγαλύτερος χώρους από τα χαμηλότερα αυτοκίνητα αντίστοιχου μήκους, οπότε είναι αναμενόμενοι οι άνετοι χώροι που προσφέρει στο εσωτερικό της η Tonale για 4 ενήλικους. Σε συνδυασμό μάλιστα με ένα μεγάλο χώρο αποσκευών, που φτάνει τα 550 λίτρα, ολοκληρώνοντας την εικόνα ενός αυτοκινήτου που μπορεί να καλύψει αποτελεσματικά τις οικογενειακές μεταφορικές ανάγκες. Σε ό,τι αφορά την λειτουργικότητα, η θέση οδήγησης είναι αρκετά καλή, με καλό κάθισμα, αλλά η ρύθμιση της πλάτης είναι κλιμακωτή και όχι συνεχής, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί ορισμένοι οδηγοί να μη βρουν απόλυτη ακρίβεια τη θέση που τους βολεύει. Επίσης οι χώροι για μικροπράγματα στο εσωτερικό είναι απλώς επαρκείς, καθώς και οι θήκες στις πόρτες είναι μάλλον μικρές. Από την άλλη πλευρά διαπιστώνεται και σ’ αυτό το μοντέλο μια μεγάλη πρόοδος σε σχέση με το παρελθόν της μάρκας στον τομέα της ποιότητας, που είναι πολύ προσεγμένη και -χωρίς να φτάνει στην αίσθηση… χρηματοκιβωτίου που προσφέρουν κάποιες γερμανικές κατασκευές- είναι αντάξια ενός premium αυτοκινήτου σε επίπεδο υλικών και συναρμολόγησης

Στα επίπεδα των premium αυτοκινήτων βρίσκεται και η τιμή της Tonale, ιδιαίτερα σ’ αυτήν την έκδοση με την ισχυρότερη εκδοχή του κινητήρα 1,5, ξεκινώντας από 47.292 ευρώ, με ένα ιδιαίτερα πλούσιο επίπεδο εξοπλισμο βεβαίως, που περιλαμβάνει ESP με hill holder, σύστημα προειδοποίησης επικείμενης σύγκρουσης και αυτόματου φρεναρίσματος με αναγνώριση πεζών, σύστημα υποβοήθησης διατήρησης στη λωρίδα κυκλοφορίας, σύστημα αναγνώρισης κόπωσης οδηγού, 6 αερόσακους, αυτόματο διζωνικό κλιματισμό, ηλεκτρικά παράθυρα, κεντρικό κλείδωμα με τηλεχειρισμό, ηλεκτρικά ρυθμιζόμενους, αναδιπλούμενους και θερμαινόμενους καθρέφτες, αυτόματα φώτα και καθαριστήρες, αυτόματους προβολείς, αισθητήρες στάθμευσης εμπρός-πίσω, κάμερα οπισθοπορείας, προσαρμοζόμενο cruise control, σύστημα επιλογής τρόπου οδήγησης, ηλεκτροχρωματικό εσωτερικό καθρέφτη, προβολείς τεχνολογίας LED με λειτουργία φώτων ομίχλης, ηλεκτρική πόρτα χώρου αποσκευών, ζάντες αλουμινίου, ηχοσύστημα με 2 θύρες USB (A+C), συμβατότητα με Apple CarPlay και Android Auto, Bluetooth και χειριστήρια στο τιμόνι, σύστημα πλοήγησης, ασύρματη φόρτιση κινητού, 2 επιπλέον θύρες USB (A+C) πίσω, σύστημα ελέγχου πίεσης ελαστικών κλπ. Θα επισημάνουμε μόνο την -πολύ συνηθισμένη πλέον- έλλειψη ρεζέρβας. Από την άλλη πλευρά στα θετικά στοιχεία το αυτοκίνητο πρέπει να αναφέρουμε και το γεγονός ότι καλύπτεται από 5χρόνια εργοστασιακή εγγύηση (ή 200.000 χιλιόμετρα). Αξίζει επίσης να υπενθυμίσουμε ότι πρόκειται για το πρώτο αυτοκίνητο εφοδιασμένο με ψηφιακό πιστοποιητικό που βασίζεται στην τεχνολογία blockchain, στο οποίο με την έγκριση του ιδιοκτήτη θα αποθηκεύονται (χωρίς τη δυνατότητα τροποποίησης) στοιχεία για τη συντήρησή του, αποτελώντας έτσι μία έγκυρη απόδειξη για τη σωστή συντήρηση Κάτι που θα επιδρά θετικά και στην υπολειμματική αξία όταν έρθει η ώρα της μεταπώληση.

Κινητήρας-κιβώτιο
Απολύτως προσαρμοσμένος στη σύγχρονη πραγματικότητα είναι ο υπερτροφοδοτούμενος (με τούρμπο μεταβλητής γεωμετρίας) βενζινοκινητήρας 1.5 που χρησιμοποιεί η Tonale, ο οποίος στην ισχυρότερη έκδοσή του που υπήρχε στο αυτοκίνητο της δοκιμής μας, αποδίδει 160 ίππους. Λειτουργεί σε κύκλο Miller, έχει υψηλή σχέση συμπίεσης για βενζινοκινητήρας (12,5:1) και συνδυάζεται με ένα ήπιο υβριδικό σύστημα 48 V με ηλεκτροκινητήρα 15 kW (20 ίππων). Σε αντίθεση μάλιστα με άλλα ήπια υβριδικά συστήματα, όπου ο ηλεκτροκινητήρας χρησιμοποιείται απλώς για υποβοήθηση του βενζινοκινητήρα σε κάποιες περιπτώσεις, εδώ το αυτοκίνητο ξεκινάει ηλεκτρικά και αμέσως μετά μπαίνει σε λειτουργία ο βενζινοκινητήρας. Επίσης, ηλεκτροκίνητα μπορεί να γίνει κάποιος ελιγμός στάθμευσης, ενώ υπάρχει και λειτουργία “e-creeping” για το «ρολάρισμα» του αυτοκινήτου με ηλεκτρική υποβοήθηση αν αφήσεις το γκάζι και «e-queuing» για ηλεκτρικές μικρομετακινήσεις σε ένα μποτιλιάρισμα). Το σύστημα χρησιμοποιεί ένα δεύτερο ηλεκτροκινητήρα για να φορτίζει τη μπαταρία των 0,8 kWh, η οποία έχει βάρος μόλις 13,5 κιλά και είναι τοποθετημένη στο δάπεδο ανάμεσα στα εμπρός καθίσματα για να μην περιορίζει τους χώρους που προσφέρει το αυτοκίνητο

Το σύστημα παροχής ισχύος συνδυάζεται με ένα νέο αυτόματο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη με 7 ταχύτητες, που είναι επαρκώς γρήγορο, με σωστή κατανομή των σχέσεων και με ομαλές αλλαγές. Στην πράξη το σύστημα προσφέρει την δύναμη που περιμένει κανείς από μια Alfa Romeo, για να έχει το αυτοκίνητο καλές επιδόσεις (0-100 χλμ./ώρα σε 8,8”) και να μπορεί να οδηγηθεί με γρήγορους ρυθμούς αν το επιθυμεί ο οδηγός. Αλλά και η ελαστικότητα του κινητήρα είναι απολύτως ικανοποιητική, επιτρέποντας την ξεκούραστη οδήγηση σε χαλαρούς ρυθμούς μέσα στην αστική κίνηση, ενώ και η ευστροφία του ικανοποιεί αντίστοιχα, με τη βοήθεια του ηλεκτροκινητήρα να βελτιώνει την απόκριση στο γκάζι και να μην αφήνει κενά στη λειτουργία του συστήματος. Έτσι και η κατανάλωση δεν είναι υπερβολική για ένα SUV αυτού του μεγέθους και -κυρίως- αυτής της ισχύος και μπορεί να συγκρατηθεί γύρω από τα 8 λίτρα/100 χλμ. στην πόλη και να πέσει στα 7 ή και λίγο πιο κάτω σε ήρεμη οδήγηση εκτός αστικού περιβάλλοντος. Αυτό επιτρέπει και τον περιορισμό των εκπομπών CO2 στα 136g/km στον τυποποιημένο κύκλο δοκιμών, εξασφαλίζοντας καθημερινή είσοδο στο δακτύλιο της Αθήνας.

Οδηγώντας
Από μία Alfa Romeo βέβαια, ακόμα κι αν πρόκειται για SUV, περιμένει κανείς εκτός από τις επιδόσεις και την ανάλογη οδική συμπεριφορά και «οδηγοκεντρική» λειτουργία. Και η Tonale συνεχίζει και σε αυτόν τον τομέα την οικογενειακή παράδοση, ξεχωρίζοντας με τη συμπεριφορά της και την συνολική αίσθηση που αφήνει στον οδηγό. Υπενθυμίζοντας ότι τα ηλεκτρονικά συστήματα του αυτοκινήτου -που είναι προσθιοκίνητο- προσφέρουν και μία λειτουργία «ηλεκτρονικού μπλοκέ διαφορικού», που βελτιώνει ακόμα περισσότερο την κατευθυντικότητα στο δρόμο, θα επισημάνουμε το πολύ καλό κράτημα και την καλή κατευθυντικότητα, που προσφέρουν μια πολύ καλή ακρίβεια στη συμπεριφορά του με δεδομένη την μπροστινή κίνηση και την αυξημένη απόσταση από το έδαφος (15,6εκ.). Η τελευταία επιτρέπει κάπως πιο αυξημένες -αν και όχι υπερβολικές- κλίσεις του αμαξώματος στις στροφές σε σχέση με ένα παραδοσιακό χαμηλό σεντάν, όπως π.χ. η Giulia. Η υποστροφή έρχεται στην πίεση πολύ προοδευτικά και δεν είναι έντονη, η απουσία απότομων αντιδράσεων είναι χαρακτηριστική και το αυτοκίνητο είναι απολύτως προβλέψιμο σε κάθε περίπτωση. Το γρήγορο και ακριβές τιμόνι βοηθάει ακόμα περισσότερο τον έλεγχο του αυτοκινήτου, αν και θα το προτιμούσαμε λιγότερο ελαφρύ στην επιλογή N του συστήματος επιλογής τρόπου οδήγησης DNA, που φυσιολογικά χρησιμοποιεί κανείς περισσότερο, αφού προσφέρει τον καλύτερο συνδυασμό ανάμεσα στην οικονομία και την καλή οδική συμπεριφορά. Στην πιο σπορ επιλογή D η αίσθηση του τιμονιού είναι πολύ καλύτερη, αλλά και η κατανάλωση αυξάνει, λόγω των διαφορετικών ρυθμίσεων του κινητήρα και των αλλαγών ταχυτήτων στο κιβώτιο. Τα πολύ καλά φρένα συμπληρώνουν μια πολύ θετική εικόνα, που ανταποκρίνεται στην ιστορία της μάρκας και τις προσδοκίες που έχει από ένα αυτοκίνητο της αυτός που θα το αγοράσει. Η ποιότητα κύλισης είναι επίσης καλή, ενώ, όσον αφορά την άνεση, θα λέγαμε ότι είναι απλώς ικανοποιητική για SUV, χωρίς να ξεχωρίζει. Το αυτοκίνητο δεν γίνεται κουραστικό, αλλά είναι κάπως «σφιχτό», σαφώς περισσότερο απ’ ότι ένα premuim σεντάν, οπότε δεν απομονώνει εντελώς τους επιβάτες από τις ανωμαλίες του δρόμο

ΝΙΚΟΣ ΣΑΛΤΑΣ