Κατά την έναρξη της συνέντευξης Τύπου ο υπουργός Επικρατείας και Μεταφορών-Υποδομών, Γιώργος Γεραπετρίτης, εξέφρασε την οδύνη και τον σπαραγμό του, όπως χαρακτηριστικά είπε, για την «πρωτοφανή εθνική τραγωδία που μας σημάδεψε όλους». «Η οδύνη θα πρέπει να βρει κάθαρση», πρόσθεσε. Προλογίζοντας τον υπουργό Επικρατείας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, απέκλεισε κάθε ιδέα για συγκάλυψη, συμψηφισμό και ανούσια κομματική αντιπαράθεση.
Η ευθύνη που αναλογεί στην κυβέρνηση έχει αναληφθεί, τόνισε ο Γ. Γεραπετρίτης. «Οφείλω και πάλι να ζητήσω συγγνώμη εκ μέρους της κυβέρνησης και εμού προσωπικά απέναντι στις οικογένειες των θυμάτων, σε όλους τους Έλληνες πολίτες για το ότι δεν μπορέσαμε να αποτρέψουμε αυτό το απίστευτο δυστύχημα. Η συγγνώμη είναι εντελώς ειλικρινής, δεν είναι προσχηματική και δεν προσπαθεί να αποσείσει οποιαδήποτε πραγματική ευθύνη», πρόσθεσε. Ο υπουργός Επικρατείας και Μεταφορών-Υποδομών, εξ αρχής ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει καμία διάθεση κυβερνητικής παρέμβαση αφενός στη δικαστική έρευνα αφετέρου στη διοικητική έρευνα που θα διεξαγάγει ομάδα τεχνοκρατών. Όπως συμπλήρωσε, δεν είναι ώρα για αντιπαράθεση.
Τόνισε πως ανεξαρτήτων των λαθών σε ανθρώπινο επίπεδο, εάν είχαμε ένα πλήρες σύστημα τηλεδιοίκησης στη χώρα το δυστύχημα δεν θα είχε συμβεί. Και με αυτόν τον τρόπο έθεσε το ζήτημα ολοκλήρωσης των έργων που συνδέονται με τη λειτουργία του σιδηροδρόμου. Παράλληλα, ο κ. Γεραπετρίτης ευχαρίστησε όλους όσοι ενεπλάκησαν στην αντιμετώπιση των συνεπειών της τραγωδίας από την πρώτη στιγμή.
Αναφερόμενος στην έλλειψη προσωπικού αναγνώρισε το πρόβλημα και έκανε λόγο για σημαντική μείωση προσωπικού την τελευταία 15ετία. Παράλληλα, μίλησε και για τις προσπάθειες αναπλήρωσης των κενών από την παρούσα κυβέρνηση. Σύμφωνα με τον ίδιο, προσελήφθησαν περί τα 200 άτομα με δελτίο παροχής υπηρεσιών, σταθμάρχες, κλειδούχοι και τεχνικοί, ενώ για πρώτη φορά δρομολογήθηκε η πρόσληψη μόνιμων εργαζομένων. Το 2021 έγινε διαγωνισμός για την πρόσληψη 117 ατόμων, εκ των οποίων 36 είναι σταθμάρχες. Και το 2022 πρόσληψη ακόμη 100 μονίμων.
Εντολή πρωθυπουργού για αποπεράτωση της σύμβασης τεχνολογικού εξοπλισμού των σιδηροδρόμων το ταχύτερο δυνατό
Διαβεβαίωσε ότι θα γίνουν όλες οι αναγκαίες ενέργειες για να προχωρήσει με ταχύτατους ρυθμούς η σύμβαση για τον τεχνολογικό εξοπλισμό των ελληνικών σιδηροδρόμων. Για αυτό, όπως έκανε γνωστό, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, επικοινώνησε με τον διευθύνοντα σύμβουλο της μητρικής εταιρείας Alstom (Γαλλίας). Έδωσε, δε, σαφή εντολή για την αποπεράτωση του έργου το ταχύτερο δυνατόν. Αίτημα στο οποίο η γαλλική εταιρεία επέδειξε πλήρη κατανόηση. Εξάλλου, ο υπουργός δεσμεύτηκε να παρουσιάσει σύντομα το χρονοδιάγραμμα και πρόσθεσε ότι ο ίδιος θα βρίσκεται πάνω από την υλοποίηση του έργου.
Για το θέμα της επανεκκίνησης του σιδηροδρόμου, ο υπυργός Επικρατείας και Μεταφορών-Υποδομών, Γ. Γεραπετρίτης ανέφερε πως είναι σημαντικό να μπορέσει να ξεκινήσει εκ νέου, να μην περιμένουμε, δηλαδή, την ολοκλήρωση της τεχνολογικής αναβάθμισης. Όπως εξήγησε, θα πρέπει να στηρίξουμε την εμπιστοσύνη του κοινού απέναντι στον σιδηρόδρομο.
Ταυτόχρονα, όμως, διευκρίνισε, και έως ότου ολοκληρωθεί η τεχνολογική αναβάθμιση, η επανεκκίνηση θα γίνει μόνο υπό όρους απόλυτης ασφάλειας. «Θα αναβαθμίσουμε σημαντικά το επίπεδο ασφάλειας» και θα περιλαμβάνει υποχρεωτικώς δύο σταθμάρχες σε κάθε σταθμό, τόνισε ο κ. Γεραπετρίτης. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να υπάρξει μείωση του μεταφορικού έργου, καθώς μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλισθεί επαρκής αριθμός σταθμαρχών. Στο πλαίσιο των αλλαγών, πάντα στην πρώτη φάση, θα υπάρξει ένας καλύτερος συντονισμός στο πλαίσιο των σημερινών τεχνολογικών δυνατοτήτων, σύμφωνα με τον υπουργό.
Ανέφερε ότι αυξάνεται ο προϋπολογισμός για τον ελληνικό σιδηρόδρομο. Όπως σημείωσε, πριν το δυστύχημα στα Τέμπη είχε εγγραφεί στο ελληνικό πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης ποσό 185 εκατ. για την αναβάθμιση των δομών. Επίσης, ο κ. Γεραπετρίτης εξήρε τη στάση των εργαζομένων στον σιδηρόδρομο, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για την αναβάθμιση των μέτρων ασφαλείας. Υπογράμμισε, ακόμη, το σκέλος της εκπαίδευσης του προσωπικού. Θα υπάρξει, δε, όπως τόνισε, αυστηρότερο πλαίσιο για τις καταστροφές και κλοπές στο δίκτυο του σιδηροδρόμου.
Μιλώντας για τις αντιδράσεις και τα αισθήματα της ελληνικής κοινωνίας, κατά τη διάρκεια της σημερινής συνέντευξης Τύπου, ο υπουργίος Επικρατείας και Μεταφορών-Υποδομών, Γιώργος Γεραπετρίτης, τόνισε: «Τελώ σε ένα σοκ, κατανοώ τον συλλογικό πόνο που έχει προκαλέσει στην κοινωνία το συγκεκριμένο δυστύχημα, για τον άδικο χαρακτήρα του, για τη σκέψη ότι σε μια τέτοια εποχή που η τεχνολογία βρίσκεται στο απόγειό της στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση, δυστυχώς να γινόμαστε μάρτυρες καταστάσεων που δεν συνάδουν με τη σημερινή εποχή. Ο αδικός χαμός των ανθρώπων θα μας συνοδεύει πάντα. Κατανοώ τον θυμό και τις αντιδράσεις, είναι πάρα πολύ εύλογες αυτές».
Στη συνέχεια, ο κ. Γεραπετρίτης διαβεβαίωσε τους Έλληνες πολίτες: «Σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση και εμένα προσωπικά, θα παραμείνω στη θέση αυτή με ένα καθήκον που αντιλαμβάνομαι ως ιερό. Να έλθουν απολύτως στην επιφάνεια, πλήρως, διαφανώς, με λογοδοσία τακτική, τα αίτια που προκάλεσαν την καταστροφή, όποια και αν είναι αυτά. Κάνοντας και τη δική μας κριτική για το τι ενδεχομένως δεν πράξαμε ενόσω οφείλαμε. Η έρευνα θα πάει μέχρι τέλους».
Στην αποκάλυψη ότι «το κέντρο τοπικής τηλε-διοίκησης Λάρισας το μοιραίο βράδυ λειτουργούσε κανονικά» προχώρησε ο υπουργός Επικρατείας και Μεταφορών-Υποδομών, με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι «θα μπορούσε να είχε υπάρξει αυτόματη χάραξη της πορείας που θα προλάμβανε το δυστύχημα. Ουδέποτε ήταν εκτός λειτουργίας εκείνη την κρίσιμη βραδιά. Πράγματι, το συγκεκριμένο κέντρο είχε μεγάλες δυσκολίες διαχρονικά». Σε αυτό το σημείο, ο υπουργός επικαλέσθηκε δύο μεγάλες πυρκαγιές που το είχαν θέσει εκτός λειτουργίας. Όμως, κατέληξε, «πλήρως λειτουργούσε από τον Νοέμβριο του 2022».
Νωρίτερα, ο κ. Γεραπετρίτης είχε σημειώσει ότι σύστημα τηλε-ειδοποίησης δεν υφίστατο ποτέ και για αυτόν τον λόγο προχωρά η αναβάθμισή του. Ετούτη τη στιγμή έχει αναπτυχθεί το έργο στο 70% -η παράδοση είναι στο 90%- δυστυχώς στο συγκεκριμένο σημείο, Λάρισα-Πλατύ, δεν έχει αναπτυχθεί το έργο, όπως συμπλήρωσε.
«Η επιθυμία μας είναι ο σιδηρόδρομος να επανεκκινήσει στο συντομότερο δυνατό χρόνο, όμως να έχουμε εξασφαλίσει πριν τις αναγκαίες προϋποθέσεις. Όταν λέω αναγκαίο χρόνο, θα το δούμε προφανώς με όλους τους φορείς. Η επιθυμία μας είναι τον συντομότερο δυνατό χρόνο, ενδεχομένως και ως το τέλος του μήνα», πρόσθεσε ο κ. Γεραπετρίτης, διευκρινίζοντας πως όταν αναφέρεται σε μείωση μεταφορικού έργου, αυτό παραπέμπει σε μείωση συρμών-δρομολογίων ή μείωση σταθμών.
Το «γιατί» του δυστυχήματος θα το αξιολογήσει πρώτα και πάνω από όλα η ποινική δικαιοσύνη, που έχει επιληφθεί σε πολύ υψηλό επίπεδο
Ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης, απαντώντας στην ερώτηση του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, όσον αφορά το «γιατί» του δυστυχήματος, σημείωσε: «Είναι κάτι που υπερβαίνει και τον δικό μου ρόλο. Το “γιατί” θα το αξιολογήσει πρώτα και πάνω από όλα η ποινική δικαιοσύνη, που έχει επιληφθεί σε πολύ υψηλό επίπεδο. Από την άλλη πλευρά θα υπάρχει και η διοικητική διερεύνηση που θα δώσει τις απαντήσεις».
Ο κ. Γεραπετρίτης επικαλέστηκε τη «σαφή δήλωση του πρωθυπουργού, ο οποίος έδωσε το πλαίσιο. Δεν πρόκειται να κρυφτούμε πίσω από το ανθρώπινο λάθος. Θα ψάξουμε το ζήτημα μέχρις εσχάτων».
Κληθείς να διευκρινίσει τον τελικό αριθμό των θυμάτων στα Τέμπη ο υπουργός Μεταφορών ανέφερε πως είναι 55 οι νεκροί που έχουν ταυτοποιηθεί, ενώ υπάρχουν και άλλοι δύο νεκροί που ακόμη δεν έχουν ακόμη ταυτοποιηθεί. Επιπλέον, σύμφωνα με τον υπουργό, υπάρχουν επτά άνθρωποι που νοσηλεύονται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.
Ο κ. Γεραπετρίτης, κάνοντας την ιστορική αναδρομή για το σύστημα τηλεδιοίκησης, έγκαιρης προειδοποίησης κ.λπ., σημείωσε ότι η σύμβαση, η οποία ξεκίνησε στο τέλος του 2014, αναπτύχθηκε έως το 2017 μερικώς. Είχε υπάρξει παράδοση του 32% του παραδοτέου, στο οποίο δυστυχώς, όμως, «υπήρχαν σοβαρότατα σφάλματα, κατ’ αποτέλεσμα ένα ποσοστό όχι πάνω από 18% ήταν αυτό που ήταν γνήσια λειτουργικό τα δύο αυτά χρόνια. Το υπόλοιπο χρειαζόταν να ανακατασκευασθεί. Το 2017 σταματά στην πραγματικότητα η εφαρμογή της σύμβασης γιατί προέκυψαν σοβαρότατα λάθη στην εφαρμογή».
Ακολούθως, η αρμόδια αρχή δημοσιονομικού ελέγχου για ευρωπαϊκούς πόρους διαπιστώνει σοβαρά σφάλματα, διακόπτεται η υλοποίηση της σύμβασης και «από το 2017 ως το 2019 δεν έχουμε καμία απολύτως παράδοση. Τον Νοέμβριο του 2019 αλλάζει η διοίκηση στην ΕΡΓΟΣΕ, που είναι ο φορέας υλοποίησης του έργου, και από τότε «γίνεται μία προσπάθεια ανάταξης της σύμβασης».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ