Μετά τα καταστροφικά πλημμυρικά φαινόμενα των τελευταίων ημερών, με εικόνες που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε κάπου «μακριά από εμάς», αυτή είναι μια από τις ερωτήσεις που έρχεται στο μυαλό πολλών αυτές τις μέρες, και μπορεί σίγουρα να εξηγηθεί με επιστημονική βάση, χωρίς υποθέσεις και εικασίες.
Μια απλή, δωρική και μάλλον απόλυτη απάντηση, είναι ότι έχουμε παρέμβει στα πάντα. Και ναι, είναι σωστή.
Οι διαχρονικές παρεμβάσεις μας στο τοπίο αλλάζοντας τις χρήσεις γης, οι ανεπαρκείς υποδομές, η εκτός σχεδίου δόμηση, η νομιμοποίηση αυθαιρέτων, η απαξίωση των δημοσίων φορέων όπως η δασική υπηρεσία, και η αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων σε λάθος κατεύθυνση, είναι βασικοί λόγοι που έχουν οδηγήσει τη χώρα μας στο να βιώνει αυτές τις ακραίες καταστροφές από μια κακοκαιρία.
Την ιστορία την έχουμε δει να επαναλαμβάνεται το 2020 με τον Ιανό. Στο πολύ πρόσφατο παρελθόν δηλαδή. Και στις δύο περιπτώσεις, οι αιτίες και οι επιπτώσεις είναι ακριβώς οι ίδιες. Όπως αναφέρει και ο Θάνος Γιαννακάκης, συντονιστής δράσεων για λύσεις από τη φύση στο WWF Ελλάς, «δεν μπορείς να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά και κάθε φορά να περιμένεις διαφορετικά αποτελέσματα».
Η κλιματική κρίση έχει αλλάξει τα δεδομένα κατά πολύ και ξεσκεπάζει με τον πιο σκληρό τρόπο τις αδυναμίες της χώρας και την ανετοιμότητά μας απέναντι στις επιπτώσεις για τις οποίες μας έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει η επιστήμη.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τα αντιπλημμυρικά έργα στη χώρα μας, είναι παρωχημένος και δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Αν συνεχίσουμε έτσι η ιστορία θα επαναληφθεί δυστυχώς και πάλι, με ίσως ακόμα πιο καταστροφικό τρόπο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα λανθασμένων “αντιπλημμυρικών” έργων αποτελουν η ολοκληρωτική αποξήλωση της βλάστησης στις κοίτες των ποταμών, ειδικά με το πρόσχημα της πολιτικής προστασίας, η επένδυση των ποταμών με συρματοκιβώτια, η δημιουργία αναχωμάτων και η κατασκευή μεγάλων φραγμάτων. Όλα αυτά έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό για το οποίο σχεδιάζονται: αυξάνεται η διάβρωση του εδάφους, αυξάνεται η ταχύτητα του νερού, μειώνεται η ικανότητά του εδάφους να συγκρατήσει το νερό. Δεν μπορεί να είναι πιο ξεκάθαρο, και με γνώμονα πάντα την επιστήμη, ότι πρακτικές σαν αυτές κάθε άλλο παρά λύση αποτελούν.
Με βάση μελέτη που κάναμε το 2022, όπου εξετάσαμε στο σύνολό τους 7 λεκάνες απορροής της Δυτικής Θεσσαλίας, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι για να μειώσουμε τις επιπτώσεις από τα κλιματικά φαινόμενα, θα πρέπει να ακολουθήσουμε μεθόδους που μιμούνται τη φύση, τις λεγόμενες «λύσεις βασισμένες στη φύση». Όπως την αποκατάσταση της κοίτης των ποταμών, την απομάκρυνση των αναχωμάτων και τη σύνδεσή τους με τα πλημμυρικά πεδία που υπήρχαν στο παρελθόν. Να επανέλθουν δηλαδή χαρακτηριστικά που είχε το ποτάμι στην αρχική του μορφή, ώστε να μπορεί να εκτονωθεί σε περίπτωση πολλής βροχής σε περιοχές όπως αγροτικές εκτάσεις, όπου δεν έχουμε τόσο μεγάλες καταστροφές.
Και μπορεί για κάποιους από εμάς η έκφραση «το νερό έχει μνήμη» -που ακούμε συχνά αυτές τις μέρες-, να φαντάζει ρομαντική, αλλά στην κυριολεκτική της έννοια, σημαίνει ότι το νερό θα πάει εκεί που πήγαινε πάντα, αδιάφορο για το αν εμείς εκεί έχουμε χτίσει, έχουμε μικρύνει την κοίτη του ποταμού ή έχουμε μπαζώσει και ανοίξει δρόμους. Και στη διαδρομή του, παρά τα όποια εμπόδια, θα βρει τρόπο να περάσει.
Η πρώτη ανάγκη που πρέπει να καλυφθεί από την πολιτεία αυτή τη στιγμή είναι η άμεση ανακούφιση των πληγέντων και η αποζημίωση για την καταστροφή περιουσιών, παράλληλα όμως πρέπει να καταστεί προτεραιότητα ο επανασχεδιασμός πολιτικών και μέτρων με στόχο την ενίσχυση της οικολογικής, κοινωνικής και οικονομικής ανθεκτικότητας της χώρας απέναντι στη νέα, διόλου ευοίωνη κανονικότητα.
Αντιλαμβανόμαστε πλήρως, το βιώνουμε εξάλλου και εμείς, ότι το γενικό κοινό αίσθημα είναι άσχημο, όλοι μας αγανακτισμένοι και κουρασμένοι, και το να διεκδικήσουμε τη ζωή μας φαντάζει εξαντλητικό. Αλλά είμαστε εδώ για να παλέψουμε μαζί για την επόμενη μέρα που μας αξίζει. Και αυτό ίσως και να είναι κάτι σημαντικό.