Εσωτερικό
Για να χρησιμοποιηθεί ως οικογενειακό ένα αυτοκίνητο, όπως συμβαίνει πλέον με τα αυτοκίνητα της κατηγορίας, πρέπει να προσφέρει αρκετούς χώρους για τέσσερα άτομα κι αυτήν την ανάγκη το Stonic την καλύπτει απολύτως, αφού τέσσερις ενήλικοι θα βολευτούν σ’ αυτό χωρίς πρόβλημα. Ικανοποιητικός επίσης για τα μέτρα της κατηγορίας (χωρίς πάντως να είναι από τους κορυφαίους) είναι κι ο χώρος αποσκευών, με χωρητικότητα 352 λίτρων. Συνολικά το εσωτερικό ικανοποιεί με τη λειτουργικότητά του, προσφέροντας σωστή εργονομία, μια αρκετά καλή θέση οδήγησης (αν και η ρύθμιση της πλάτης είναι κλιμακωτή, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί μερικοί να μην βρουν με απόλυτη ακρίβεια τη θέση που τους βολεύει) και επαρκείς χώρους για μικροπράγματα. Θα επισημάνουμε μόνο ότι βαθιά θήκη στην κονσόλα κάτω από το ταμπλό δεν έχει αντιολισθητικό υλικό και τα αντικείμενα που τοποθετούνται εκεί γλιστράνε και… πηγαινοέρχονται όταν κινείται το αυτοκίνητο.



Ο χιλιάρης υπερτροφοδοτούμενος βενζινοκινητήρας με τους 100 ίππους είναι αρκετά ζωντανός και ελαστικός και ανταποκρίνεται πολύ καλά στις ανάγκες του αυτοκινήτου, όπως διαπιστώσαμε και σε ορεινή διαδρομή που κάναμε με αυτό, στην οποία δε μας προβλημάτισε καθόλου στα προσπεράσματα κάποιων μεγάλων οχημάτων που βρέθηκαν μπροστά μας. Οι επιδόσεις άλλωστε που προσφέρει στο αυτοκίνητο είναι απολύτως ικανοποιητικές (0-100 χλμ./ώρα σε 10,7”) και δεν διαφέρουν από αυτές της ήπιας υβριδικής έκδοσης. Το πλεονέκτημα της τελευταίας εντοπίζεται μόνο στη βοήθεια που προσφέρει ο μικρός ηλεκτροκινητήρας σε μια ενδιάμεση επιτάχυνση με πολύ χαμηλές στροφές, καθώς οι σχέσεις του πολύ εύχρηστου χειροκίνητου κιβωτίου με τις έξι ταχύτητες είναι κάπως μακριές, ώστε να ευνοείται η οικονομία. Και πράγματι το αυτοκίνητο αποδεικνύεται αρκετά οικονομικό στο ταξίδι, ενώ στην πόλη η διαφορά που είδαμε στην κατανάλωση σε σχέση με την ήπια υβριδική έκδοση ήταν της τάξης του μισού λίτρου/100 χλμ., φτάνοντας γύρω στα 8 λίτρα/100 χλμ. Σε ταξίδι που κάναμε από τα νότια προάστια της Αθήνας μέχρι το ανατολικό Πήλιο χρησιμοποιήσαμε στον αυτοκινητόδρομο το cruise control ρυθμισμένο στην νόμιμη ταχύτητα των 130 χλμ./ώρα και η μέση κατανάλωση για το σύνολο της διαδρομής (συμπεριλαμβάνοντας και το πέρασμα του βουνού) ήταν 6,5 λίτρα/100 χλμ., τιμή απολύτως ικανοποιητική για ένα αυτοκίνητο αυτού του μεγέθους, το οποίο μάλιστα -ως crossover- έχει χειρότερη αεροδυναμική από ένα σεντάν ή χάτσμπακ.

Με δεδομένο το νεανικό προσανατολισμό του αυτοκινήτου, που απευθύνεται κατά συνέπεια σε ένα κοινό το οποίο ενδιαφέρεται λιγότερο από τους μεγαλύτερους σε ηλικία για την άνεση των αναρτήσεων και περισσότερο απ’ αυτούς για την ευχάριστη οδήγηση και την καλή οδική συμπεριφορά, είναι κατανοητή η συνειδητή επιλογή της Kia για σχετικά «σφιχτή» ρύθμιση των αναρτήσεων στο συγκεκριμένο μοντέλο. Πολύ περισσότερο μάλιστα καθώς πρόκειται για ένα υπερυψωμένο αυτοκίνητο, που αν είχε πιο μαλακές αναρτήσεις θα είχε και αυξημένες κλίσεις στις στροφές. Η άνεση, λοιπόν, δεν είναι από τις κορυφαίες της κατηγορίας, χωρίς όμως και να φτάνει στο επίπεδο που να γίνεται το αυτοκίνητο ενοχλητικό ή να κουράζει, καθώς μάλιστα έχει και απόλυτα ικανοποιητική ποιότητα κύλισης. Η οδική συμπεριφορά του -αποκλειστικά προσθιοκίνητου- Stonic είναι καλή, προβλέψιμη και προοδευτική, με καλό κράτημα, καλή κατευθυντικότητα και απουσία απότομων και απρόβλεπτων αντιδράσεων στο «στραμπούληγμα». Ικανοποιητικό είναι και το τιμόνι, τον οποίο είναι αρκετά γρήγορο και ικανοποιεί σε αίσθηση και ακρίβεια με δεδομένο τον πιο «οικογενειακό χαρακτήρα των crossover, ενώ αποτελεσματικά αποδείχτηκαν και τα φρένα. Η μόνη παρατήρηση που έχουμε είναι ότι η ηχομόνωση θα μπορούσε να είναι καλύτερη, όχι τόσο για το θόρυβο του κινητήρα, όσο για τους θορύβους του περιβάλλοντος (αεροδυναμικό και θόρυβος κύλισης), που διαπιστώνεις ότι ακούγονται αρκετά αν αποφασίσεις να χρησιμοποιήσεις το ηχοσύστημα!
























