Καμία εύνοια δεν θα υπάρξει για όσες επιχειρήσεις έκαναν ή θα κάνουν απολύσεις, προειδοποίησε ο υπουργός Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννης Βρούτσης, ενώ χαρακτήρισε πρωτοφανές γεγονός τις πάνω από 40.000 απολύσεις που έχουν καταγραφεί στην Εργάνη, αναδεικνύοντας, όπως είπε, των κυκεώνα των προβλημάτων που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση.
Αφορμή ήταν η συζήτηση του νομοσχεδίου για την κύρωση ευρωπαϊκής οδηγίας σχετικά με τις δραστηριότητες και την εποπτεία των Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών, με την αντιπαράθεση ανάμεσα σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση να εστιάζεται στα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί για την οικονομική στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων από τις επιπτώσεις της πανδημίας κορωνοϊού.
Ο υπουργός Εργασίας υπεραμύνθηκε της απόφασης της κυβέρνησης τόσο για προσωρινή αναστολή λειτουργίας των καταστημάτων όσο και για την απαγόρευση απολύσεων εργαζομένων, τονίζοντας την ανάγκη να υπάρξει από όλους, υπευθυνότητα, ενότητα, συναίνεση, και αλληλεγγύη.
Από την πλευρά της η αντιπολίτευση επέκρινε τη κυβέρνηση για ατολμία ενώ χαρακτήρισε τα μέτρα ανεπαρκή.
«Δεν υπάρχει μισθολογικό κόστος όταν κλείνει μια επιχείρηση. Πρέπει να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων όλοι. Πήραμε ένα δύσκολο μέτρο που αμέσως μετά την κρίση θα ανασταλεί. Το κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε τα τεράστια προβλήματα που υπάρχουν αυτή την περίοδο λόγω της κρίσης του κορονοϊού. Παράλληλα, πήραμε ευεργετικά μέτρα αναστέλλοντας τη καταβολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων και θα υπάρξει και τρίτη δέσμη μέτρων για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους», τόνισε ο κ. Βρούτσης και προσέθεσε:
«Χωρίς να διεκδικούμε το τέλειο ως χώρα, ως κυβέρνηση και όλοι μαζί δείξαμε μια υπεύθυνη στάση και είναι πολύ σημαντικό να έχουμε εθνική ομοψυχία και ενότητα».
Ο κ. Βρούτσης επέμεινε στην υπευθυνότητα που πρέπει όλοι να επιδείξουν, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Οι κοινωνικές επιπτώσεις είναι τεράστιες από την απόφαση της κυβέρνησης να σταματήσει τη λειτουργία των καταστημάτων. Βλέπω στην Εργάνη τα νούμερα των εργαζομένων να μειώνονται κατά 41.000 ενώ πέρσι, αλλά και τα προηγούμενα χρόνια, ήταν θετικό το ισοζύγιο. Δείχνει τον πανικό που υπάρχει στους εργοδότες που προχωρούν αδικαιολόγητα σε απολύσεις. Κάνω έκκληση να σταματήσουν αυτές τις ενέργειες γιατί δεν έχουν ούτε οικονομικό ούτε κοινωνικό έρεισμα και δεν είναι σωστές. Από τη κρίση όλοι θα βγούμε ενωμένοι και πρέπει όλοι να συμβάλουμε και θα νικήσουμε. Γι αυτό πρέπει όλοι να μην βλέπουμε μόνο τον εαυτό μας αλλά το εμείς. Η αναστολή της λειτουργίας των καταστημάτων είναι προσωρινή. Δεν σημαίνει για πάντα κλείσιμο. Θα ξανανοίξουν, δεν βάζουμε λουκέτο».
Από την πλευρά της, η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου τόνισε ότι το θέμα των απολύσεων αφορά τα συνολικά προβλήματα όλων των επιχειρήσεων που δοκιμάζονται από την πρωτοφανή κρίση με τη πανδημία του κορωνοϊού, για αυτό -όπως είπε- χρειάζονται οριζόντια μέτρα για την αντιμετώπιση τους.
«Τα μέτρα για την αγορά εργασίας που ανακοινώσατε δεν αρκούν. Ομολογείτε ότι υπάρχουν πάνω από 40.000 απολύσεις το πρώτο διάστημα του Μαρτίου και φέρνετε μέτρα περιορισμένα για να αντιμετωπίσετε αυτό το πρόβλημα. Πρέπει με γενναία και ξεκάθαρα μέτρα να υπάρξει σαφής απαγόρευση των απολύσεων αλλά και σαφής κάλυψη αυτών που ήδη έχουν γίνει», υπογράμμισε η κ. Ξενογιαννακοπούλου και προσέθεσε:
«Χρειάζεται να υπάρξει άμεση ανταπόκριση και όχι μόνο καλές προθέσεις για την άμεση πρόσληψη 4.000 ατόμων στο ΕΣΥ που πρέπει να θωρακιστεί χωρίς καθυστερήσεις». «Θα είναι τραγική και ασυγχώρητη τυχόν αμέλεια της κυβέρνησης αν σε αυτή τη κρίσιμη φάση της χώρας να παραμείνει σε ευχολόγια, εκκλήσεις, συστάσεις και παραινέσεις», κατέληξε η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ.
«Στηρίζουμε όλα όσα μέτρα εξαγγέλλονται αλλά υπάρχει και όριο. Η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα ως αντίπαλο, και όχι τα κόμματα ως αντίπαλο. Μέχρι στιγμής δείχνει διάθεση και πρόθεση, όμως αυτά δεν είναι πράξη. Τα μέτρα που εξήγγειλε βρίσκονται σε σωστό πλαίσιο, τα επικροτούμε, όμως θα αγωνιστούμε και για την πρακτική εφαρμογή τους», ανέφερε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΙΝΑΛ Ανδρέας Λοβέρδος.
Ο εισηγητής του ΚΙΝΑΛ Γιώργος Μουλκιώτης ανέφερε ότι με τη κρίση του κορωνοϊού δοκιμάζονται όλα τα πολιτικά συστήματα και ιδιαίτερα όλα όσα λοιδόρησαν και απαξίωσαν το ΕΣΥ, το οποίο «σήμερα φυλάττει τις Θερμοπύλες», όπως είπε.
Ανεπαρκή χαρακτήρισαν τα μέτρα υπέρ επιχειρήσεων και εργαζομένων τόσο η εισηγήτρια της Ελληνικής Λύσης Μαρία Αθανασίου όσο και η εκπρόσωπος του ΜεΡΑ25 Φωτεινή Μπακαδήμα ενώ ζήτησαν την άμεση ενίσχυση του ΕΣΥ με προσωπικό και υλικοτεχνικές δομές.
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ Γιάννης Μπούγας σημείωσε από την πλευρά του ότι η ευνοϊκή εξέλιξη με την ένταξη της χώρας στη ποσοτική χαλάρωση δίνει ταχύτητα στη χώρα να εξέλθει γρήγορα από τη κρίση και να αντιμετωπίσει καλύτερα τις επιπτώσεις από τη πανδημία του κορονοϊού.
Για την τροπολογία ΛΕΠΕΤΕ
Σε ό,τι αφορά την ουσία του νομοσχεδίου για τα Επαγγελματικά Ασφαλιστικά Ταμεία, ο υπουργός Εργασίας, χαρακτήρισε ως «μοχλό προστασίας της δημόσιας ασφάλισης την κύρωση της ευρωπαϊκής οδηγίας».
Σημειώνεται ότι η συζήτηση, ολοκληρώθηκε σύμφωνα με το νέο περιορισμένο τρόπο λειτουργίας της Βουλής, και με τις τοποθετήσεις μόνο του αρμόδιου υπουργού, των εισηγητών και των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων των κομμάτων.
Υπέρ της αρχής του νομοσχεδίου τάχθηκαν ΝΔ και ΚΙΝΑΛ ενώ ΣΥΡΙΖΑ, και Ελληνική Λύση δήλωσαν «παρών» και ΚΚΕ και ΜεΡΑ25 καταψήφισαν.
Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε κυβέρνηση και Αξιωματική Αντιπολίτευση βρέθηκε η τροπολογία που κατέθεσε το υπουργείο Εργασίας με την οποία εξασφαλίζεται η καταβολή από τον ΕΦΚΑ, της επικουρικής σύνταξης στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος και του πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων.
Απαντώντας στις επικρίσεις της κοινοβουλευτικής εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου, ο κ. Βρούτσης αντέτεινε ότι «είναι ένα μέτρο για να σωθεί η Εθνική Τράπεζα, οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι της, οι καταθέτες και η δημοσιονομική ισορροπία της χώρας».
«Το ΛΕΠΕΤΕ αποτελεί πρόβλημα πολλών ετών, με μεγάλα οικονομικά ελλείμματα, γιατί από το 2005, ενώ οι εν ενεργεία εργαζόμενοι είναι 6.000 οι συνταξιούχοι είναι 18.000 και αναγκάστηκε να καλύπτει ανάγκες που είναι πάνω από 100 εκατ. ευρώ το χρόνο», ανέφερε ο κ. Βρούτσης.
Παράλληλα καταλόγισε ευθύνες στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ γιατί, όπως είπε, είτε από άγνοια είτε από σκοπιμότητα, αγνόησε τους κανόνες της Eurostat και παραμονή εκλογών με απόφαση της έβαλε σε κίνδυνο τη φερεγγυότητα της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος.
«Η τροπολογία, που βασίζεται σε αναλογιστική μελέτη, επιβεβαιώνει τη φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα, δεν κάνει διάκριση μεταξύ παλαιών και νέων εργαζομένων και δίνει οριστική λύση, γιατί οι ασφαλισμένοι, εργαζόμενοι και συνταξιούχοι εντάσσονται στο δημόσιο ασφαλιστικό φορέα και θα έχουν ομαλή καταβολή των συντάξεων τους», υποστήριξε ο κ. Βρούτσης και προσέθεσε:
«Η κυβέρνηση, με αίσθημα ευθύνης παίρνει μια υπεύθυνη στάση και καταθέτει μία σημαντική τροπολογία που δίνει λύση μόνιμη και ισορροπημένη η οποία διασφαλίζει όχι μόνο τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους αλλά και τη φερεγγυότητα της ΕΤΕ και της χώρας».
«Στην ουσία απαλλάσσεται από το οικονομικό βάρος η ΕΤΕ και μεταφέρεται στον ΕΦΚΑ, δηλαδή στους ασφαλισμένους και άρα σε όλους τους Έλληνες», αντέτεινε η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου.
Ο εισηγητής του ΚΙΝΑΛ Γιώργος Μουλκιώτης χαρακτήρισε μη ικανοποιητικές τις απαντήσεις του κ. Βρούτση, τονίζοντας ότι δεν αποδεικνύεται ότι οι συντάξεις δεν θα μειωθούν.
«Τα θύματα των επιλογών σας είναι οι εργαζόμενοι. Με τη τροπολογία επιδεινώνετε το καθεστώς επικουρικών συντάξεων», σημείωσε από την πλευρά του ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Νίκος Καραθανασόπουλος.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ