Η νέα GLC δεν είναι απλώς ένα premium μεσαίο SUV, αλλά ένα αυτοκίνητο γοήτρου, που προσφέρει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου σε λειτουργικότητα, τεχνολογία, ασφάλεια, χώρους, επιδόσεις και όλα αυτά στη συγκεκριμένη έκδοση με μία κατανάλωση που πριν λίγα χρόνια μπορούσες να πετύχεις μόνο με μικρομεσαίο χάτσμπακ! Απλώς, τώρα που υπήρξε σημαντική αύξηση της τιμής του συνόλου των αυτοκινήτων, η δική της τιμή πέταξε σε ύψη που ελάχιστοι μπορούν να αντιμετωπίσουν
Η νέα GLC είναι ένα μεγάλο αυτοκίνητο και προφανώς δεν μπορεί παρά να προσφέρει μεγάλους χώρους και για επιβάτες και αποσκευές, καλύπτοντας με την μεγαλύτερη άνεση ακόμα και απαιτητικές οικογενειακές ανάγκες. Τέσσερις επιβάτες, ακόμα και μεγαλόσωμοι, μεταφέρονται άνετα, ενώ ο μεγάλος χώρος αποσκευών των 620 λίτρων δεν αφήνει περιθώρια για κριτική. Επαρκείς είναι και οι χώροι για μικροπράγματα στο εσωτερικό, εδώ όμως θα επισημάνουμε το κάπως άβολο σχήμα που έχουν οι θήκες στις πόρτες, στις οποίες χρειάζεται να χώσεις το χέρι σου βαθιά για να φτάσεις κάτι που βρίσκεται στην πίσω άκρη. Το εσωτερικό είναι σύγχρονο τεχνολογικά, με ψηφιακό πίνακα οργάνων, μία μεγάλη κάθετη οθόνη αφής επιπέδου tablet στο κέντρο του ταμπλό και έλεγχο πολλών λειτουργιών με διακόπτεις αφής, που χρειάζονται πάντως κάποια εξοικείωση και πιστεύουμε ότι φτάνουν πλέον σε βαθμό υπερβολής (ακόμα και το σκίαστρο της ηλιοροφής ελέγχεται με μία επιφάνεια αφής στην οροφή!). Από την άλλη πλευρά η ποιότητα κατασκευής είναι φυσικά κορυφαία (θα επισημάνουμε και την καλή ηχομόνωση) και η θέση οδήγησης πολύ καλή, επιτρέποντας σε κάθε οδηγό να βολευτεί με ακρίβεια χάρη και στις ηλεκτρικές ρυθμίσεις του καθίσματος.
Η τιμή του αυτοκινήτου απευθύνεται πλέον σε πολύ λίγους, ξεκινώντας από 72.650 ευρώ, με ένα πολύ υψηλό επίπεδο εξοπλισμού βεβαίως, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων ESP με hill holder, σύστημα προειδοποίησης επικείμενης σύγκρουσης και αυτόματου φρεναρίσματος, σύστημα υποβοήθησης διατήρησης στη λωρίδα κυκλοφορίας, 6 αερόσακους, αυτόματο κλιματισμό, ηλεκτρικά παράθυρα, κεντρικό κλείδωμα με τηλεχειρισμό, ηλεκτρικά ρυθμιζόμενους, θερμαινόμενους και αναδιπλούμενους καθρέφτες, ηλεκτρική πόρτα χώρου αποσκευών, σύστημα επιλογής τρόπου οδήγησης, αυτόματα φώτα και καθαριστήρες, προβολείς τεχνολογίας LED, cruise control, ηλεκτρικά ρυθμιζόμενα και θερμαινόμενα εμπρός καθίσματα, αισθητήρες στάθμευσης και κάμερα οπισθοπορείας, ενεργό σύστημα υποβοήθησης στάθμευσης, ζάντες αλουμινίου, σύστημα πολυμέσων με Bluetooth, συμβατότητα με Apple CarPlay και Android Auto, θύρες USB και χειριστήρια στο τιμόνι, σύστημα πλοήγησης, ασύρματη φόρτιση κινητού, σύστημα ελέγχου πίεσης ελαστικών κλπ. Θα επισημάνουμε μόνο την έλλειψη ρεζέρβας.
Κινητήρας-κιβώτιο
Μπορεί να έχει ένα από τα πιο μεγάλα προγράμματα ανάπτυξης της ηλεκτροκίνησης η Mercedes, δεν παραλείπει όμως να προσφέρει στα αυτοκίνητα της και συστήματα παροχής ισχύος που είναι πιο ρεαλιστικά στη σημερινή πραγματικότητα, όπως είναι οι κινητήρες ντίζελ, που προσφέρουν τις χαμηλότερες εκπομπές CO2 ανάμεσα στους κινητήρες εσωτερικής καύσης και βεβαίως πολύ μεγαλύτερη αυτονομία από τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε ένα πολύ ενδιαφέροντα -και όχι πολύ συνηθισμένο- συνδυασμό, καθώς ο 2λιτρος κινητήρας ντίζελ της νέας GLC 220d με τους 197 ίππους συνδυάζεται με ένα ήπιο υβριδικό σύστημα 48 V το οποίο περιλαμβάνει και έναν ηλεκτροκινητήρα (μίζα/γεννήτρια), που χρησιμοποιείται για την εκκίνηση του ντίζελ μετά από μια ακινητοποίηση και για μια στιγμιαία πρόσθετη παροχή ισχύος (έως 23 ίππων) σε μια επιτάχυνση. Το σύστημα συνεργάζεται με το πολύ καλό 9άρι αυτόματο κιβώτιο 9G-tronic της Mercedes, το οποίο διαχειρίζεται πολύ αποτελεσματικά την άφθονη ροπή που προσφέρει το υβριδικό σύστημα, το οποίο είναι πολύ ελαστικό και με καλή απόκριση.
Το αποτέλεσμα είναι πολύ παραπάνω από καλό. Αφενός το σύστημα προσφέρει αρκετή δύναμη που εξασφαλίζει πολύ καλές επιδόσεις στο αυτοκίνητο (0-100 χλμ./ώρα σε 8”) και την ανάλογη ενεργητική ασφάλεια και αφετέρου έχει χαμηλή κατανάλωση (άρα και μεγάλη αυτονομία με το ρεζερβουάρ των 62 λίτρων) και κατά συνέπεια περιορισμένες εκπομπές CO2 (133 g/km) που εξασφαλίζουν την καθημερινή είσοδο στο δακτύλιο της Αθήνας. Αν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάμε για ένα μεγάλο και αρκετά βαρύ αυτοκίνητο (βάρος 1925 κιλά), πρόκειται σίγουρα για έναν εντυπωσιακό συνδυασμό. Στην πόλη (ανάλογα βεβαίως και με τον τρόπο οδήγησης) μπορεί να περιοριστεί στα 8-8,5 λίτρα/100 χλμ. και στον ανοιχτό δρόμο πέφτει εντυπωσιακά. Είναι χαρακτηριστικό ότι πραγματοποιήσαμε ένα ταξίδι στο ανατολικό Πήλιο (με ταχύτητα 130 χλμ./ώρα στον αυτοκινητόδρομο) και καταφέραμε να κάνουμε 858 χιλιόμετρα (με τα 70 περίπου στην Αθήνα) χωρίς ανεφοδιασμό, με μέση κατανάλωση 6,5 λίτρα/100 χλμ. και με τον υπολογιστή ταξιδιού να δείχνει στο τέλος ότι μας απέμεναν άλλα 101 χιλιόμετρα! Είναι προφανής ο παραλογισμός όσων επιτίθενται στον ντίζελ και στρέφουν αναγκαστικά το κοινό προς τα βενζινοκίνητα αυτοκίνητα, σε μια εποχή που υποτίθεται ότι το βασικό περιβαλλοντικό πρόβλημα που χρειάζονται άμεση αντιμετώπιση είναι η υπερθέρμανση του πλανήτη, που απαιτεί μείωση των εκπομπών CO2.
Οδηγώντας
Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η εικόνα που δίνει η συμπεριφορά αυτού του μεγάλου υπερυψωμένου αυτοκινήτου σχεδόν δύο τόνων για την εξέλιξη που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια στην τεχνολογία και το «στήσιμο» των πλαισίων των αυτοκινήτων. Και δεν μιλάμε για τα ηλεκτρονικά βοηθητικά συστήματα, που σίγουρα προσφέρουν πρόσθετη ασφάλεια, αλλά γι’ αυτή καθαυτή τη συμπεριφορά του αυτοκινήτου πριν μπει σε λειτουργία οποιουδήποτε οδηγικό βοήθημα ή σύστημα ασφαλείας. Η CLC, χάρη βεβαίως και στην τετρακίνηση (και στις αναρτήσεις τεσσάρων συνδέσμων εμπρός και πολλαπλών συνδέσμων πίσω) προσφέρει πολύ καλό κράτημα και πολύ καλή κατευθυντικότητα, έχει απολύτως προοδευτική συμπεριφορά στα όρια της πρόσφυσης χωρίς να αιφνιδιάζει ποτέ, δεν γέρνει υπερβολικά στις στροφές, έχει πολύ καλά φρένα (αν και με πιο «ελαφριά» αίσθηση απ’ ότι στις συμβατικές Mercedes, ίσως λόγω του συστήματος ανάκτησης ενέργειας κατά το φρενάρισμα για το υβριδικό σύστημα) και απολύτως ικανοποιητικό (και σε αίσθηση) τιμόνι στην επιλογή Sport του συστήματος επιλογής τρόπου οδήγησης. Ακόμα και σε γρήγορους ρυθμούς, λοιπόν, το αυτοκίνητο θα ικανοποιήσει και τον απαιτητικό οδηγό.
Η ποιότητα κύλισης είναι πολύ καλή, αλλά στον τομέα της άνεσης έχουμε ένσταση για τη χρησιμοποίηση των έξτρα ελαστικών χαμηλού προφίλ (255/45 20) που είχε το αυτοκίνητο της δοκιμής μας (προφανώς γιατί τα ζητούν πολλοί πελάτες) αντί για τα στάνταρ 235/60 18, με αποτέλεσμα οι εγκάρσιες ανωμαλίες να γίνονται αισθητές περισσότερο απ’ όσο πρέπει σ’ ένα τόσο ακριβό αυτοκίνητο. Είναι γνωστό ότι πολλοί πελάτες, ειδικά ακριβών αυτοκινήτων, επιλέγουν έξτρα λάστιχα μεγαλύτερων διαστάσεων και χαμηλού προφίλ, που κάνουν πιο εντυπωσιακή την εμφάνιση του αυτοκινήτου. Τα λάστιχα όμως έχουν και λειτουργικό ρόλο και -ειδικά στους ελληνικούς αστικούς και επαρχιακούς δρόμους, που δεν διακρίνονται για την ποιότητα του οδοστρώματος- χειροτερεύουν αρκετά την άνεση που προσφέρουν τα αυτοκίνητα λόγω το πιο άκαμπτων πλαϊνών που έχουν. Για να μην αναφέρουμε βέβαια -μια που μιλάμε για τετρακίνητο αυτοκίνητο- ότι περιορίζουν τις όποιες εκτός δρόμου δυνατότητες (που ούτως ή άλλως είναι πολύ περιορισμένες με όλα τα ασφάλτινα λάστιχα) όχι μόνο λόγω άνεσης, αλλά και γιατί είναι πολύ πιο επιρρεπή σε ζημιές όταν κινούνται σε χωματόδρομους με πέτρες.
ΝΙΚΟΣ ΣΑΛΤΑΣ