Αλ.Τσίπρας: Το πιο σημαντικό διακύβευμα η προάσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων

Στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ τόσο στη διπλωματία όσο και στην οικονομία, με φόντο την πανδημία, αναφέρθηκε εκτενώς ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο ετήσιο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, «Η ώρα της ελληνικής οικονομίας» που πραγματοποιείται φέτος διαδικτυακά.

Ξεκινώντας την ομιλία του, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τόνισε την «εξαιρετικά μεγάλη» σημασία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και της «εκλογής του νέου Προέδρου στις ΗΠΑ» για την Ελλάδα, σημειώνοντας πως «το μέλλον της χώρας μας -ως γέφυρα τριών ηπείρων- δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την ενίσχυση των διατλαντικών σχέσεων, την ειρήνη στη Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και στην Μέση Ανατολή και τη συνεργασία Ανατολής-Δύσης στο πλαίσιο μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας».
Ο ίδιος έκανε λόγο για μια «μεγάλη ευκαιρία» που παρουσιάζεται προκειμένου «η διεθνής κοινότητα να επανέλθει στην πολυμερή διπλωματία, να ενισχύσει τους διεθνείς οργανισμούς, καθώς και να στηρίξει την Συμφωνία για το Κλίμα, το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση, τη Συμφωνία για το Πυρηνικό Πρόγραμμα του Ιράν και ένα νέο παγκόσμιο πλαίσιο ελέγχου των εξοπλισμών».

Ο Αλ. Τσίπρας εξέφρασε την ελπίδα ότι «η επανεστίαση στην πολυμερή διπλωματία και ο διάλογος για ενίσχυση των διατλαντικών σχέσεων, θα αφομοιώσουν τα διδάγματα από τα αδιέξοδα και τα λάθη του παρελθόντος» και «θα οδηγήσουν στην καθιέρωση ενός πιο δίκαιου πλαισίου διακρατικών σχέσεων που θα βασιστεί στην προάσπιση του διεθνούς δικαίου».

Στο πλαίσιο αυτό, όπως είπε, «το πιο σημαντικό διακύβευμα για την Ελλάδα, είναι και θα παραμείνει η προάσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων απέναντι στην κλιμάκωση των απειλών της Τουρκίας».

Αναφερόμενος ειδικά στην εκλογή του Προέδρου Μπάιντεν, επισήμανε ότι αποτελεί «φίλο» της χώρας και «γνώστη» των εξελίξεων, ενώ υπενθύμισε ότι «από την αρχή της πολιτικής του καριέρας ήταν κοντά στο ελληνικό στοιχείο, αλλά και ιδιαίτερα τη περίοδο της οικονομικής κρίσης, ως αντιπρόεδρος, είχε χρεωθεί από τον τότε Πρόεδρο Ομπάμα τη στενή παρακολούθηση των εξελίξεων» και γι’ αυτό βρισκόταν σε στενή επικοινωνία μαζί του κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του.

Ωστόσο, διαμήνυσε ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να επαναπαυτεί σε αυτό, αλλά «να παρέμβει ενεργά στον καθορισμό των εξελίξεων που την αφορούν μέσω μιας ενεργητικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής και έναν ειλικρινή, δυναμικό και ουσιαστικό διάλογο με τις ΗΠΑ».

Ειδικότερα, αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα στοιχεία των διμερών σχέσεων, όπως η ομογένεια, ο διμερής στρατηγικός διάλογος, το σχήμα 3+1 που καθιερώθηκε μαζί με την Κύπρο και το Ισραήλ, το EastMed Act κτλ, ενώ υπογράμμισε την ανάγκη κατοχύρωσης του ρόλου της χώρας ως «πυλώνα ειρήνης, σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή», φέρνοντας ως παράδειγμα τη Συμφωνία των Πρεσπών για τη λύση του Μακεδονικού.
«Η χώρα πρέπει να αναδείξει ότι η προάσπιση του διεθνούς δικαίου στην Ανατολική Μεσόγειο με προσφυγή στην Χάγη, αν χρειαστεί,για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ και η δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στη βάση των Αποφάσεων του ΟΗΕ, χωρίς εγγυήσεις και κατοχικά στρατεύματα, αποτελούν κεντρικό διακύβευμα για την περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα», σημείωσε, τονίζοντας πως παράλληλα «πρέπει να καταστήσει σαφές ότι θα προασπίσει αποφασιστικά την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα απέναντι σε κάθε απειλή» και να μην «εγκλωβιστεί σε μια παθητική, μονοδιάστατη πολιτική συμμόρφωσης», «χωρίς όραμα, χωρίς εθνική στρατηγική». «Διότι θα καταστεί αδύνατη η προάσπιση των συμφερόντων και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, όπως αυτή που θα ακολουθήσει», προειδοποίησε.

Περνώντας στα ζητήματα της οικονομίας, ο Αλ. Τσίπρας χαιρέτισε το γεγονός ότι απέναντι στην κρίση της πανδημίας, η ΕΕ «προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις πληγές στην οικονομία με ένα περισσότερο άμεσο και δίκαιο τρόπο από ότι στο παρελθόν», ενώ αναφέρθηκε συγκεκριμένα στα μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, τη χαλάρωση του δημοσιονομικού πλαισίου και τη «σημαντική πρωτοβουλία» του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όλα αυτά, είπε, μαζί με το μαξιλάρι των 37 δισ. που άφησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στα δημόσια ταμεία, αποτελούν «όπλα» για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που δεν είχε «άλλη ελληνική κυβέρνηση στο πρόσφατο παρελθόν, για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση».
«Αλλά το πρόβλημα είναι ότι μέχρι στιγμής, δυστυχώς, δεν βλέπουμε να το κάνει. Η οικονομία έχει ήδη δεχτεί βαρύτατο πλήγμα καθώς η κυβέρνηση, χωρίς σχέδιο κάνει “ πολύ λίγα, πολύ αργά” για να μετριάσει τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης», υπογράμμισε, κατηγορώντας την ότι επιπλέον, «χρησιμοποιεί την κρίση ως ευκαιρία για την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, ενώ η πολιτική της οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας και νέα λουκέτα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις».

Περιγράφοντας μια ζοφερή εικόνα για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους στην Ελλάδα, ο Αλ. Τσίπρας αναφέρθηκε στις προτάσεις που έχει καταθέσει από την αρχή της πανδημίας ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την «ταυτόχρονη» ενίσχυση της προσφοράς και της ζήτησης, με στόχο τη «συγκράτηση της ύφεσης έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα γρήγορης ανάκαμψης για όλους», οι οποίες, όπως είπε, «δυστυχώς» δεν εισακούστηκαν.
Όσον αφορά δε την επόμενη μέρα, τόνισε πως αυτό που απαιτείται είναι ένα «νέο παραγωγικό μοντέλο», καθώς «παρουσιάζεται μια μεγάλη ευκαιρία με πόρους και δυνατότητες», προκειμένου «να γυρίσει ουσιαστικά σελίδα η χώρα».

«Το νέο μοντέλο ανάπτυξης για τη χώρα μας πρέπει να χαρακτηρίζεται από μια στροφή στην ποιότητα, στα προϊόντα και στις υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ανταγωνιστεί άλλες χώρες στη βάση της μείωσης του κόστους εργασίας, αλλά στη βάση της αύξησης της παραγωγικότητας, ενσωματώνοντας τη συλλογική γνώση, τις αυξημένες ικανότητες του ανθρώπινου δυναμικού και την καινοτομία», σημείωσε, ενώ αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες προτεραιότητες, όπως είναι η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση αλλά και η «στροφή» στη βιομηχανία.
Συγχρόνως, όμως, υπογράμμισε τη ανάγκη «στήριξης ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους», «προστασίας του περιβάλλοντος», «ολοκλήρωσης του χωρικού σχεδιασμού» και «στήριξης των υποδομών πολιτικής προστασίας», ως «το πλαίσιο στο οποίο θα ευοδώσει κάθε παραγωγική επένδυση». «Κάθε επένδυση που αναβαθμίζει την παραγωγική ικανότητα της χώρας, ειδικά σε νέες τεχνολογίες, στη βιομηχανία και στη μεταποίηση, στα logistics, και σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας», εξήγησε.

Όπως, ανέφερε χαρακτηριστικά, οι εν λόγω επενδύσεις πρέπει να γίνουν «πάνω σε μια στέρεη βάση», αυτή της «δίκαιης ανάπτυξης σε μια κοινωνία με αρχές», όπως «η προστασία της εργασίας, η διαρκής αναβάθμιση της δημόσιας παιδείας και φυσικά επένδυση και αναβάθμιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας».
Κλείνοντας την ομιλία του, σημείωσε πως στη «δύσκολη εξίσωση» της ανάκαμψης, η «ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών οικονομικών σχέσεων, αποτελεί κεντρικό πυλώνα» και πως, μεταξύ άλλων, «η επένδυση στα ναυπηγεία της Σύρου, δείχνει τον δρόμο για περισσότερες αμερικανικές επενδύσεις στον τομέα των υποδομών, με δίκαιους όρους και στήριξη των εργαζομένων και της τοπικής κοινωνίας».

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξέφρασε, τέλος, την εμπιστοσύνη του στις «δυνατότητες» της χώρας, αρκεί «να μη γυρίσει πίσω σε παρωχημένες και αποτυχημένες πολιτικές», καθώς «η διαφθορά και το πελατειακό κράτος είναι εχθρός των παραγωγικών επενδύσεων και της υγιούς επιχειρηματικότητας» και «η λιτότητα είναι εχθρός της ανάπτυξης», ενώ δήλωσε πως μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης, «θα φανεί στη πράξη η αποτελεσματικότητα και η ικανότητα όσων σήμερα έχουν την εύκολη λύση να τα ρίχνουν όλα στη πανδημία και όχι στις δικές τους επιλογές».

«Εμείς που έχουμε αποδείξει την αποτελεσματικότητά μας στα δύσκολα, θα είμαστε εδώ. Με την ίδια δύναμη και την ίδια πίστη, όσοι ξέρουμε, θέλουμε και μπορούμε, θα είμαστε εδώ. Για να σχεδιάσουμε σε στέρεες βάσεις την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Βάσεις κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής ανάπτυξης», κατέληξε.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ