Stratfor: Ώρα κρίσιμων αποφάσεων για ΗΠΑ, ΕΕ, ασφάλεια και εμπόριο

Οι παγκόσμιοι ηγέτες, οι οποίοι θα συναντηθούν στη Γερμανία για τη Σύνοδο των G20, αναμφίβολα θα ισχυριστούν διάφορα -άλλα κινδυνολογικά και άλλα δικαιολογημένα- για την απόσυρση των ΗΠΑ από την παγκόσμια σκηνή.

Συζητήσεις περί κάλυψης του κενού από ηγέτες όπως η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο Κινέζος πρόεδρος Σι Ζινπίνγκ, και συνέχισης της παγκόσμιας διακυβέρνησης επί σημαντικών ζητημάτων όπως το ελεύθερο εμπόριο, η κλιματική αλλαγή και η ασφάλεια, θα είναι αναμενόμενες.

Όμως υπάρχει μια κρυφή πραγματικότητα στο αφήγημα αυτό που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Πολύ απλά, αυτοί που ελπίζουν να πάρουν τη θέση των ΗΠΑ στην ηγεσία του κόσμου έχουν ακόμα να αντιμετωπίσουν τις δικές τους υπαρξιακές απειλές. Η Γερμανία και η Γαλλία «αγοράζουν» πολύτιμο χρόνο με τις εκλογές τους, προκειμένου να προσπαθήσουν να διορθώσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και να κάνουν «παράδειγμα προς αποφυγή» την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, όμως τα μέλη της ΕΕ εξακολουθούν να έχουν πολύ διαφορετικά οράματα ως προς το πώς θα πρέπει να μοιάζει η ευρωπαϊκή ενοποίηση και πώς μπορεί να ταιριάξει σε αυτό ο εθνικισμός.

Εν τω μεταξύ, η Κίνα δεν αποτελεί δύναμη της παγκοσμιοποίησης και δεν έχει να προσφέρει στον κόσμο ένα μοντέλο διακυβέρνησης: είναι μια εξαιρετικά εθνικιστική δύναμη με παγκόσμια επιρροή, που έχει «παγιδευτεί» μεταξύ της πίεσης να λειτουργήσει ως μια οικονομία της αγοράς και της ανάγκης να συγκεντρώσει την πολιτική εξουσία υπό το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα. Καμιά από αυτές τις χώρες δεν πλησιάζουν το αμερικανικό στρατιωτικό αποτύπωμα, ούτε την ικανότητα των ΗΠΑ να επωμιστεί το βάρος που συνοδεύει το στάτους της υπερδύναμης.

Το σημαντικότερο, όμως, ίσως είναι το γεγονός πως οι ΗΠΑ ίσως να μην μπορούν να παραιτηθούν από τον ρόλο τους στον κόσμο. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις, οι ομάδες συμφερόντων, οι πολιτείες και οι πόλεις θα περιορίσουν τις κινήσεις που θα κάνει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, ιδιαίτερα στα ζητήματα του κλίματος και του εμπορίου.

Προβληματικές αλλά αδιάρρηκτες συμμαχίες
Η προσπάθεια της Ουάσινγκτον να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της και να αναγκάσει τους άλλους να βοηθήσουν στη διαχείριση συγκρούσεων δεν είναι κάτι καινούριο. Όμως η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ είναι έτοιμη να αμφισβητήσει προκλητικά τη γενικά αποδεκτή πεποίθηση περί του ρόλου των ΗΠΑ και των ευθυνών της ως υπερδύναμης. Είτε από φόβο, είτε ως ευκαιρία, η στροφή στην αμερικανική ρητορική από μόνη της θα αναγκάσει τους συμμάχους της Ουάσινγκτον αλλά και τους εχθρούς να προσαρμόσουν αναλόγως τη συμπεριφορά τους.

Και οι συνέπειες θα είναι ξεκάθαρες στη Μέση Ανατολή αυτό το τρίμηνο. Η προσπάθεια του Λευκού Οίκου να περιορίσει τα συμφέροντά του εκεί ώστε να εξουδετερώσει τον ακραίο Ισλαμισμό και να περιορίσει το Ιράν έχει εμμέσως διαλύσει το όραμά του για δημιουργία ενός «Αραβικού ΝΑΤΟ» υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, που θα διαχειριστεί την περιοχή. Αντιθέτως, η επικύρωση της ατζέντας του Ριάντ από την Ουάσινγκτον το β’ τρίμηνο συνέβαλε στη δημιουργία διαμάχης εντός του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, που εξέθεσε τα ρήγματα μεταξύ των σουνητικών κρατών εν μέσω εντεινόμενων πολέμων δι’ αντιπροσώπων στην περιοχή. Οι ΗΠΑ δεν θα έχουν την πολυτέλεια να επιλέξουν πλευρά στη διαμάχη. Αντιθέτως, θα πρέπει να κάνουν ασκήσεις ισορροπίας με τις διαιρέσεις που υπάρχουν στον Κόλπο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή, διατηρώντας ταυτόχρονα την εύθραυστη πυρηνική συμφωνία με το Ιράν.

Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν αμφιβολίες για τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ για την ασφάλεια στην Ευρώπη. Όμως, παρά τις ανησυχίες τους και παρά τις συνεχιζόμενες ομοσπονδιακές έρευνες για τις συναλλαγές του Λευκού Οίκου με τη Ρωσία, η Ουάσινγκτον δεν θα εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ. Στο τέλος της μέρας, οι ΗΠΑ έχουν επιτακτική ανάγκη να διατηρήσουν τη Δυτική συμμαχία για την ασφάλεια και να συγκρατήσουν τη Ρωσία -στόχος που θα φανεί στην επιδίωξη του Κογκρέσου για επιπλέον κυρώσεις κατά της Μόσχας και στη διατήρηση των υφιστάμενων δεσμεύσεων της Ουάσινγκτον για την ασφάλεια στην Ευρώπη.

Η Ρωσία, ωστόσο, θα κάνει ό,τι μπορεί για να ξεπεράσει τη διαφωνία με τη Δύση, αξιοποιώντας ταυτόχρονα τις φιλοδοξίες της Γαλλίας να χαράξει ανεξάρτητη πορεία στην εξωτερική πολιτική. Εν τω μεταξύ, η Πολωνία, η Ουκρανία και οι χώρες της Βαλτικής θα πάρουν ό,τι διασφαλίσεις μπορούν από τις ΗΠΑ καθώς θα προσπαθούν να αναλάβουν μια πιο δυναμική προσέγγιση έναντι της Μόσχας.

Οι εταίροι των ΗΠΑ στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού επίσης θα εργάζονται για να επεξεργαστούν τα μικτά μηνύματα που έρχονται από τον Λευκό Οίκο. Οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν τη στρατιωτική τους θέση στην περιοχή εν μέσω μιας σταθερά αυξανόμενης απειλής στη Βόρεια Κορέα και των επίμονων προσπαθειών της Κίνας να κρατήσουν μακριά από την αυλή τους τις ΗΠΑ, όμως ευάλωτα κράτη που θα βρεθούν στη μέση αυτού του «ανταγωνισμού» θα κάνουν ό,τι μπορούν για να ισορροπήσουν μεταξύ των «όπλων» των ΗΠΑ και του «βουτύρου» της Κίνας, προκειμένου να διασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα. Αυτοί που θα είναι σε θέση μεγαλύτερης ισχύος, όπως η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία, θα επιζητήσουν μεγαλύτερη αυτονομία στην ασφάλειά τους, μειώνοντας την εξάρτησή τους από τις ΗΠΑ.

Ρητορική και πραγματικότητα στο εμπόριο
Μια πηγή ανησυχίας και σύγχυσης των κρατών σε ό,τι αφορά στην «ανάγνωση» των προθέσεων της κυβέρνησης Τραμπ είναι οι διαχωρισμοί εντός του ίδιου του Λευκού Οίκου. Και δεδομένης της συνεχιζόμενης διαμάχης μεταξύ των ιδεολόγων και των επαγγελματιών που περιβάλλουν τον πρόεδρο για τη χάραξη πολιτικής, το χάσμα μεταξύ του στόχου και της ικανότητας θα διευρυνθεί ακόμα περισσότερο. Η εμπορική πολιτική της Ουάσινγκτον είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.

Ο Τραμπ και οι πιο ιδεολόγοι της ομάδας του θα συνεχίσουν να υπερασπίζονται μια ατζέντα πιο επιθετικού προστατευτισμού, που θα στοχεύει σε χώρες με τις οποίες οι ΗΠΑ έχουν μεγάλα εμπορικά ελλείμματα. Αυτό δεν σημαίνει πως η Ουάσινγκτον θα εγκαταλείψει εμπορικές συμφωνίες όπως η NAFTA, όπου οι ΗΠΑ είναι ήδη στενά διασυνδεδεμένες με τις οικονομίες των γειτόνων, ή ότι θα καταστρέψει το καθεστώς του παγκόσμιου εμπορίου που κυβερνάται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Αντιθέτως, θα βασιστεί στους υπάρχοντες μηχανισμούς για να αυστηροποιήσει τους εμπορικούς περιορισμούς σε ορισμένους τομείς. Η διαδικασία της επαναδιαπραγμάτευσης της NAFTA, που θα ξεκινήσει αυτό το τρίμηνο, θα πάρει έναν πιο μετριοπαθή τόνο, που θα δίνει έμφαση στον εκσυγχρονισμό αντί της ανατροπής της συμφωνίας.

Ο εμπορικός διάλογος των ΗΠΑ με την Κίνα, από την άλλη πλευρά, θα είναι πιο δύσκολος. Μέχρι τα μέσα Ιουλίου, θα λήξει το περιθώριο των 100 ημερών που είχαν οι δύο χώρες για διάλογο και το Πεκίνο θα έχει κάνει κάποιες μικρές υποχωρήσεις έναντι της Ουάσινγκτον, δίνοντας στις αμερικανικές επιχειρήσεις πρόσβαση σε επιλεγμένους τομείς. Όμως, καθώς θα καταπιάνονται με δυσκολότερα ζητήματα που αφορούν τις κρατικές επιχειρήσεις της Κίνας και τις βαριές βιομηχανίες στις οποίες οι ΗΠΑ ήδη εφαρμόζουν αυστηρότερες ρυθμίσεις, το Πεκίνο θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τη συνεργασία του κατά της Βόρειας Κορέας για να μετριάσει τις εντεινόμενες πιέσεις που δέχεται για το θέμα του εμπορίου.

Τους επόμενους μήνες, η Κίνα θα είναι μία μόνο από τις πολλές χώρες που παρακολουθούν στενά τη στροφή της κυβέρνησης Τραμπ προς τον προστατευτισμό στους κλάδους του χάλυβα και του αλουμινίου, όπου ο Λευκός Οίκος έχει λίγο μεγαλύτερο περιθώριο να προστατεύσει βιομηχανίες που απειλούνται από τις εισαγωγές. Τα ευρήματα διαφόρων εμπορικών μελετών που έχει παραγγείλει το εκτελεστικό όργανο σύντομα θα αποσαφηνίσουν τα όρια των εξουσιών του προέδρου στο εμπόριο -ιδιαίτερα τη δυνατότητα να μειώσει τις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου για τον σκοπό της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, τακτική που θα μπορούσε να αποδειχθεί «ολισθηρή» αν άλλες χώρες απαντήσουν σε τέτοιες κινήσεις με παρόμοιο τρόπο. Όσο πιο πολύ κινείται ο Λευκός Οίκος προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο πιο πολύ θα έρχεται αντιμέτωπος με σκληρά εμπόδια στις προτεινόμενες ενέργειές του.

Η κυβέρνηση Τραμπ θα περιοριστεί στην προσπάθειά της να επιβάλει μονομερώς σαρωτικά μέτρα προστατευτισμού σε διμερή βάση: ο ΠΟΕ, η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου των ΗΠΑ, η πιθανότητα νομικών προσφυγών και οι αντιδράσεις κρατών και ομάδων συμφερόντων, θα συγκρατήσουν σημαντικά την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ.

Το ίδιο δεν θα ισχύσει για τη Γερμανία, η ιδεολογική μάχη της οποίας με τις ΗΠΑ θα βρεθεί και πάλι στο διεθνές επίκεντρο αυτό το τρίμηνο. Αν και ορισμένες χώρες έχουν βρει δημιουργικούς τρόπους για να μετριάσουν την εμπορική «οργή» του Λευκού Οίκου (για παράδειγμα, δίνοντας έμφαση στις επενδύσεις τους στις ΗΠΑ), το Βερολίνο δεν θα πάρει «πάσο» από την Ουάσινγκτον.

Αντιθέτως, η κ. Μέρκελ και ο κ. Τραμπ θα «λογαριαστούν» στη σύνοδο των G20 στις 7-8 Ιουλίου για τα προτερήματα και τους κινδύνους των ανοικτών αγορών, ακόμα και αν δεν προκύψει κάτι ουσιαστικό από τη ρητορική τους. Άλλωστε, η εμπορική πολιτική της Γερμανίας δεν σχηματίζεται στο κενό: διεξάγεται μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κάνουν και πολλά για να σταματήσουν τις γερμανικές εταιρείες από το να πωλούν αυτοκίνητα εντός των συνόρων τους. Ενώ η Γερμανία θα υποστηρίζει το ελεύθερο εμπόριο στους G20, το Ηνωμένο Βασίλειο θα δρα σιωπηρά για να διατηρήσει τις καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, η νέα γαλλική κυβέρνηση θα προετοιμάζεται για την αυξανόμενη λαϊκή απαίτηση για προστασία των βιομηχανιών της χώρας, και μια αποφασισμένη Κίνα θα συνεχίσει να πιέζει μια ανήσυχη Ευρώπη να την αναγνωρίσει ως μια οικονομία της αγοράς στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

Η Σύνοδος των G20 θα δείξει τη δυσλειτουργία που επί του παρόντος επηρεάζει τις διαπραγματεύσεις για το παγκόσμιο εμπόριο. Τον τελευταίο χρόνο, η Κίνα και η Γερμανία έχουν προσπαθήσει να διασφαλίσουν πως οι επενδυτικές διευκολύνσεις θα είναι το επόμενο θέμα που θα εγκρίνει ο ΠΟΕ στην υπουργική σύνοδο που θα πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβριο στο Μπουένος Άιρες. Όμως οι διαχωρισμοί μεταξύ των χωρών του κόσμου θα γίνουν ξεκάθαροι στο συνέδριο, δείχνοντας ότι θα είναι απίθανο να επιτευχθεί αυτό το ορόσημο εντός του επιθυμητού χρονοδιαγράμματος.

Ωστόσο, το ότι οι ΗΠΑ μπορεί να «γυρίσουν» την πλάτη στο ελεύθερο εμπόριο δεν σημαίνει πως θα «παγώσουν» οι εμπορικές πρωτοβουλίες άλλων κρατών. Το επόμενο τρίμηνο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιαπωνία θα καταλήξουν σε πολιτική συμφωνία για τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου την οποία διαπραγματεύονται από το 2013. Το ότι θα ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο δεν σημαίνει, φυσικά, πως τελείωσε η υπόθεση, καθώς θα πρέπει να οριστικοποιηθούν και πιο ευαίσθητες λεπτομέρειες για τις επενδύσεις και τη ροή δεδομένων προτού υπάρξει τελική συμφωνία, και οι νέοι κανόνες της ΕΕ που απαιτούν αυτού του είδους οι συμφωνίες να επικυρώνονται από τα τοπικά κοινοβούλια θα μπορούσε να δυσκολέψει την επίτευξη ομοφωνίας για τις επενδύσεις.

Τα εναπομείναντα μέλη της Δια-Ειρηνικής Συνεργασίας (TPP) ομοίως θα εργαστούν για να σώσουν τη συμφωνία τους μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ τον Ιανουάριο. Οι χώρες με αναπτυγμένες οικονομίες, όπως η Ιαπωνία, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, θα αποτελούν την κινητήριο δύναμη των διαπραγματεύσεων, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες, όπως το Βιετνάμ και η Μαλαισία, θα αποδειχθούν πιο απρόθυμες. Η πρόθεση της ομάδας είναι να σχεδιάσει ένα μενού επιλογών μέχρι τον Νοέμβριο για να προχωρήσει η συμφωνία. Όμως, οι εκλογές της Νέας Ζηλανδίας στις 23 Σεπτεμβρίου θα μπορούσαν να περιορίσουν τη δυναμική της πρωτοβουλίας αν οι Εργατικοί και η Νέα Ζηλανδία Πρώτα -τα κόμματα της αντιπολίτευσης που αντιτίθενται στην TPP με την τρέχουσα μορφή της- μπουν στην κυβέρνηση.

Ενωμένοι, για την ώρα, οι παραγωγοί πετρελαίου
Εν τω μεταξύ, οι μεγάλοι παραγωγοί πετρελαίου του κόσμου θα συνεχίσουν να συμμορφώνονται με τη συμφωνία τους να παρατείνουν τη μείωση της παραγωγής μέχρι τις 31 Μαρτίου του 2018. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως προβλέπονται υψηλές τιμές πετρελαίου. Μάλιστα, οι τιμές έχουν μειωθεί από τον Ιανουάριο, όταν εφαρμόστηκε η συμφωνία.

Η αμερικανική παραγωγή θα συνεχίσει τη ραγδαία αύξησή της και μέχρι το τέλος του τρίτου τριμήνου οι ΗΠΑ ίσως έχουν προσθέσει άλλες 200.000 με 300.000 βαρέλια ημερησίως, ανεβάζοντας τη συνολική αμερικανική παραγωγή κοντά στα 9,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Η πτωτική πίεση που θα ασκήσουν αυτές οι επιπλέον ποσότητες στις τιμές του πετρελαίου θα ενισχυθεί από την ισχυρή αύξηση της παραγωγής σε Λιβύη και Νιγηρία, που αν συνδυαστεί θα μπορούσε να προσθέσει χοντρικά το ίδιο ποσό παραγωγής με αυτό των ΗΠΑ. Μέχρι στιγμής, η αύξηση της αμερικανικής παραγωγής έχει περιορίσει την τιμή του Brent στα 45-55 δολάρια το βαρέλι φέτος, «ταβάνι» που είναι απίθανο να αλλάξει τους επόμενους μήνες.

Παρά το πρόβλημα που δημιουργεί η αύξηση της αμερικανικής παραγωγής στα σχέδια άλλων παραγωγών να προσπαθήσουν να ανεβάσουν τις πετρελαϊκές τιμές, η συμφωνία τους για μείωση της παραγωγής δεν θα κινδυνεύσει αυτό το τρίμηνο. Ούτε η διαμάχη του Κατάρ με το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου δεν θα προκαλέσει κατάρρευση της συμφωνίας. Καθώς παράγει μόνο 30.000 βαρέλια ημερησίως, η συμβολή του Κατάρ στον περιορισμό της παραγωγής είναι μικρή, και η Ντόχα έχει ήδη υποσχεθεί να τηρήσει τη δική της πλευρά της συμφωνίας. Ως αποτέλεσμα, η γενική συμμόρφωση με τη συμφωνία πιθανότατα θα παραμείνει σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια του τριμήνου, καθώς ο ΟΠΕΚ (του οποίου ηγούνται οι παραγωγοί του Κόλπου) αντιπροσωπεύει σχεδόν το 100% των μειώσεων και οι χώρες εκτός ΟΠΕΚ υστερούν.

Όμως, πέραν του τριμήνου, είναι ασαφές το πόσο θα μπορέσουν να «αντέξουν» οι παραγωγοί. Είναι πιθανό ότι θα πιάσουν τον στόχο τους για μείωση των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίων στον μέσο όρο πενταετίας μέχρι το τέλος της τρέχουσας συμφωνίας, ακόμα και αν αυξηθεί η αμερικανική παραγωγή. Όμως, όσο πλησιάζουν στην επίτευξη του στόχου τους οι παραγωγοί, τόσο πιθανότερο είναι οι χώρες που υφίστανται σημαντικές οικονομικές πιέσεις, όπως η Βενεζουέλα και το Ιράκ, να «κάνουν ζαβολιά». Επιπλέον, οι μεγάλοι παραγωγοί, όπως η Ρωσία, ήδη προσπαθούν να σχεδιάσουν μια πιο ομαλή στρατηγική εξόδου για τον εαυτόν τους, μετά το τέλος του τριμήνου.

Η νομισματική πολιτική
Καθώς συνεχίζεται η υποχώρηση του πληθωρισμού των τιμών παραγωγού της Κίνας, το ίδιο θα συμβεί και με τις προοπτικές αναθέρμανσης του παγκόσμιου πληθωρισμού. Αυτό θα φανεί εντονότερα από την απομάκρυνση της αμερικανικής πολιτικής από τις προσδοκίες για σαρωτική φορολογική μεταρρύθμιση -η οποία αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο και πλέον πιθανότατα δεν θα έρθει πριν το τέλος του έτους- και τη στροφή προς το εμπόριο, όπου εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα. Η υποχώρηση του αυξανόμενου πληθωρισμού που εμφανίστηκε στον αναπτυγμένο κόσμο στην αρχή του έτους θα αμβλύνει κάποιες από τις πιέσεις προς τις κεντρικές τράπεζες να περιορίσουν τις νομισματικές τους πολιτικές.

Στις ΗΠΑ, ο ρυθμός αύξησης των επιτοκίων είναι αργός, ενώ στην Ευρώπη και στον Ειρηνικό, η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Ιαπωνίας θα αντιμετωπίσουν λιγότερες πιέσεις να βάλουν τέλος στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσής τους. Επιπλέον, η διχογνωμία που φάνηκε πρόσφατα στην Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής της Βρετανίας έδειξε μια αυξανόμενη επιθυμία να αυξήσει τα επιτόκια και να απομακρύνει τον πληθωρισμό, παρά το πλήγμα που θα μπορούσαν να επιφέρουν αυτές οι κινήσεις σε μια οικονομία που ήδη αντιμετωπίζει πρόβλημα λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί η νέα κυβέρνηση μειοψηφίας της χώρας και οι ενδείξεις για μείωση της καταναλωτικής δραστηριότητας. Όμως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η Επιτροπή να αποφασίσει ούτως ή άλλως αύξηση των επιτοκίων τους επόμενους μήνες.

Πηγή: euro2day.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Την πόρτα της Ε.Ε. κλείνει στην Τουρκία το Ευρωκοινοβούλιο

Απείλησε με στρατιωτική επέμβαση τη Βόρεια Κορέα ο Τραμπ! 

Καταργούνται σταδιακά οι εμπορικοί δασμοί μεταξύ Ε.Ε -Ιαπωνίας